Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Πετάχτηκε επάνω, έκανε μερικά βήματα πίσω και όταν βρέθηκε μέσα στην κουζίνα πήγε στη γωνιά πίσω από την πόρτα, άρπαξε με τα δυο της χέρια ένα σιδερένιο λοστό και ορθώθηκε με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, τρομερή σαν Νέμεση με το ρόπαλο. Και ήταν εκείνη τώρα πού έκανε τον άντρα να υποχωρήσει, λέγοντάς του χαμηλόφωνα, με ύφος απειλητικό: «Φύγε, φονιά! Φύγε…Εκείνος υποχωρούσε. «Φύγε!

Άλειψε τη φάτσα του μ' ένα υγρό καμωμένο από μαγικό βότανο, φερμένο από τον τόπο του, κι' αμέσως το χρώμα κ' η όψι του προσώπου του άλλαξαν τόσο αλλόκοτα που κανείς στον κόσμο δε θα μπορούσε να τον αναγνωρίση. Έκοψε ένα κλαδί καρυδιάς, το έφτιασε ρόπαλο, και το κρέμασε στο λαιμό του. Κ' έτσι, ξυπόλητος, τράβηξε γραμμή στο παλάτι.

Τότε, είπεν ο Δούκας Γκιλαίν, ο Θεός ο υιός της Παρθένου να σας συντροφεύη και να σας φυλάη από το θάνατο!» Ο Τριστάνος πρόσβαλε τον Ούργκαν τον Τριχωτό μέσ' τη σπηλιά του. Πολλήν ώρα πολέμησαν μανιασμένοι. Στο τέλος η αντρεία ενίκησε τη δύναμι, το ευκίνητο σπαθί το βαρύ ρόπαλο, κι' ο Τριστάνος έκοψε τη δεξιά γροθιά του γίγαντα και την επήγε στο Δούκα.

Αποφέβγουν το νόημα το χυδαίο· τα χυδαία όμως δεν ταποφέβγουνε διόλου, μήτε τις λέξες τις πιο δημοτικές δεν τις αποφέβγουνεαπό τον καιρό που κατέβηκε ο ρωμαντισμός, όπως η ρωμιοσύνη κατεβαίνει σήμερις από τα βουνά, κι άνοιξε ολόφαρδες τις πόρτες και χούμηξαν όλα τα χυδαία, μέσα στα Παλάτια όλα. Εσένα, κανείς να μη σ' αγγίξη! Βαστούμε ρόπαλο στο χέρι, πολύ γερό. Το ρόπαλό μας είναι η αλήθεια.

Γιατ' η γενιά των και των δυο κρατά απ' τον Ηρακλείδη και φθάνει λογαριάζοντας ως το στερνό Ηρακλέα. Όταν χορτάση πίνοντας το μυρωδάτο νέκταρ κ' έρχεται στης γυναίκας του να γύρη την αγκάλη, στον ένα τη φάρετρά του δίνει και το δοξάρι, στον άλλο δίνει το βαρύ με ρόζους ρόπαλό του. Κι αυτοί, κρατώντας τάρματα, τον φέρνουνε κ' οι δυο των το γυιό του Δία στην κάμαρα της ασπροπόδας Ήβης.

Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430 την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου• τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα, και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα, κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435 κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο• και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο, ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.

Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας• «Ξεύρω, εννοώ, και μόνος μου σκέπτομαι αυτά 'που λέγεις• αλλ' ας πηγαίνουμε• και συτον δρόμο προπορεύου. και δος μου, αν έχης ρόπαλο κομμένο εις κάποιο μέρος, 195 για ν' ακουμπώ, τι δύσκολος, ως λέγετ', είναι ο δρόμος».

Μέσα σε γέλοια και γιουχαητά, σέρνονται πίσω του ολόκληρο πλήθος, φθάνει ως το κατώφλι της πόρτας, όπου κάτω από το θόλο του θρόνου, και στο πλευρό της Βασίλισσας, ήταν καθισμένος ο Βασιληάς Μάρκος. Πλησιάζει στην πόρτα, κρεμάει το ρόπαλο στο λαιμό του, και μπαίνει. Ο Βασιληάς τον είδε και είπε: «Να ένας καλός σύντροφος. Φέρτε τονε κοντά». Τον οδηγούν, με το ρόπαλο στο λαιμό. «Φίλε καλώς ήρθατε

Ειδοποίησαν τον Αντρέ, ο οποίος έβαλε μπρος στα δωμάτια των γυναικών, τρεις σπιούνους, αρματωμένους. Όταν ο Τριστάνος θέλησε να περάση την πόρτα: «Πίσω, τρελλέ, φώναξαν γύρισε στο σκυλλόσπιτό σου να κοιμηθής στ' άχερα. — Αι τι, ωραίοι άρχοντες, είπεν ο τρελλός δε θα πάω απόψε ν' αγκαλιάσω την Βασίλισσα; Δεν ξέρετε ότι μαγαπάει και με περιμένει;» Ο Τριστάνος σήκωσε το ρόπαλό του.

Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα• του χύθηκαν γαυγίζοντας• τότε με γνώσι χάμου 30 κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι. τότ' άσχημα θα πάθαινετην θύρα της αυλής του, αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφοςτα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι• και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια 35 εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου• «Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου. και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν• κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω 40 εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια, αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων κείνος, αν ήναιτην ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη. αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, 45 και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα».

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν