Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Μιλούσαν χαμηλόφωνα, σαν να ήταν κάτι σοβαρό, αλλά η ντόνα Ρουθ εμφανίστηκε στη μικρή πόρτα κρατώντας στο χέρι ένα αρνίσιο μπούτι λευκό από το λίπος με την βιολετί νεφραμιά σκεπασμένη από τη μπόλια και διέκοψε τη συζήτηση. «Πρέπει να φωνάξουμε τον Έφις για να κάνει μια ξύλινη σούβλα. Πήγαινε Τζατσίντο

Οι αδελφές σηκώθηκαν τρέμοντας και η ντόνα Έστερ μίλησε χαμηλόφωνα με μια φωνή που έμοιαζε το βέλασμα μικρού κατσικιού. «Τζατσιντίνο!....... Τζατσιντίνο!........ Ανιψιέ μου….. Δεν είναι όραμα αυτό; Εσύ είσαι;…..» Κατέβηκε από το ποδήλατο μπροστά τους και κοίταζε τριγύρω σαστισμένος.

Χθες βράδυ όμως πήγες να παίξεις….» «Με το πολύ παιχνίδι κερδίζει κανείς. Θέλω να κερδίσω για εκείνες, ακριβώς. Όχι, δεν θέλω πια να τους γίνομαι βάρος. Θέλω να πεθάνω… Βλέπειςπρόσθεσε χαμηλόφωνα «τώρα, μετά τη σημερινή σκηνή, μου φαίνεται πως είμαι ακόμη στο σπίτι του λιμενάρχη…. Ο Θεός να με βοηθήσει, Έφις

Καθώς ο Μιλέζος πλησίασε στην πόρτα και γελούσε με κάτι που ο ντον Πρέντου του έλεγε χαμηλόφωνα, ο Έφις αναφώνησε με αξιοπρέπεια. «Αλήθεια είναι!

Τώρα λες όχι, αργότερα όμως θα πεις το ναι. Είναι για γέλια;» «Σαρδόνια γέλιαειρωνεύτηκε από πίσω η Πατσάνα, χαμηλόφωνα και έσπρωξε την Στεφάνα για να την κάνει ν’ απαντήσει άσχημα στο αφεντικό. Η γυναίκα όμως ήταν πολύ αξιοπρεπής και δεν καταδέχτηκε να συνεχίσει το αστείο. Έτσι δεν άνοιξε το στόμα της μέχρι που το αφεντικό με τον Έφις βγήκαν μαζί.

Είδε όμως μια μικρή φιγούρα, γκρίζα και μακρουλή, ακολουθούμενη από μια άλλη σκουρότερη και κοντύτερη να πηδούν, σαν να πετούσαν, από τον ένα θάμνο στον άλλο γύρω από την καλύβα και να εξαφανίζονται χωρίς να τους δίνουν το χρόνο ν’ αρπάξουν καμιά πέτρα για να τις χτυπήσουν. Σηκώθηκε και ο Έφις. «Είναι οι αλεπούδες», είπε χαμηλόφωνα. «Άστες να φύγουν. Κάνουν έρωτα.

Ύστερα, χαλώντας την συμφωνία μετά ένα λεπτό, δήλωσε, πως δε μπορεί να ταξιδέψη μ' ολιγώτερα από είκοσι χιλιάδες. — Ε! καλά, θα τα λάβης, είπε ο Αγαθούλης. — Ουά! είπε χαμηλόφωνα ο έμπορος, αυτός ο άνθρωπος δίνει είκοσι χιλιάδες πιάστρα με την ίδια ευκολία, που έδωσε δέκα. Τάστριψε πάλι και τούπε, πως δε μπορούσε να τον πάη στη Βενετία μ' ολιγώτερα από τριάντα χιλιάδες πιάστρα.

Ο Έφις της υποσχέθηκε να την συναντήσει στην εκκλησία, αλλά την ώρα που η ντόνα Νοέμι ανέβαινε πάλι επάνω, εκείνος ξαναμπήκε στην κουζίνα και παρακάλεσε χαμηλόφωνα την ντόνα Ρουθ, που είχε γονατίσει στο πάτωμα και ζύμωνε επάνω σε μια χαμηλή τάβλα, να του δώσει το τηλεγράφημα.

Τι να του πει κανείς για να τον παρηγορήσει; «Γιατί δεν έμεινες εκεί;» Ο Έφις ένοιωθε πολλή λύπηση για όλη αυτή τη μιζέρια και τον εξευτελισμό που αντίκριζε, για να μιλήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. «Τι έκανες σήμερα;», ρώτησε χαμηλόφωνα. «Τι ήθελες να κάνω; Δεν έχω τίποτα να κάνω! Έρχομαι εδώ να σου φέρω ψωμί και γυρίζω πίσω κουβαλώντας τα λαχανικά! Κι εκείνες που ζουν σαν τρεις μούμιες!

Ένα πρωί η ντόνα Έστερ, που κοιμόταν στο δωμάτιο του ισογείου για να τον προσέχει, σηκώθηκε νωρίς, τακτοποίησε τα πράγματα παραμιλώντας χαμηλόφωνα, και σκύβοντας για να του δώσει να πιεί μια μικρή κούπα γάλα του είπε: «Άντε, Έφις, να είσαι χαρούμενος! Σήμερα ο Πρέντου θα ορίσει τη μέρα του γάμου. Είσαι ευχαριστημένος

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν