Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Και τώρα; Θα πας στο Νούορο; Θα δουλέψεις; Θα ξεχρεώσεις;» «Πολλά… είναι πολλά τα λεφτά, Έφις… Πώς θα τα καταφέρω;» Αλλά ο Έφις του μιλούσε χαμηλόφωνα, σκυμμένος επάνω του, παραληρώντας: «Φύγε, άνθρωπε του Θεού, φύγε! Θα ήθελα να μη φύγεις, αλλά εάν εγώ ο ίδιος σου το λέω είναι γιατί δεν υπάρχει άλλη σωτηρία. Θυμήσου τα ωραία λόγια που έλεγες εκείνο το βράδυ.
Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι και με το χέρι της μέσα στο αλεύρι τράβηξε πίσω τη μαντίλα της. «Την άκουσες;», είπε χαμηλόφωνα υπονοώντας την Νοέμι. «Πάντα η ίδια! Η περηφάνια την κουμαντάρει......» «Δίκιο έχει!» είπε ο Έφις σκεφτικός. «Όταν είναι κανείς ευγενής είναι ευγενής, ντόνα Ρουθ. Βρίσκεις ένα νόμισμα χωμένο μέσα στη γη.
Κάθισε, και πίνοντας τον καφέ του, του αποξήγησε τη δουλειά, ο Πανάγος, άκρες μέσες, μιλώντας του χαμηλόφωνα πάντα. — Πιάστηκα στα βρόχια της, ξαναείπε, τι τα θες. Α βγης έξω και πης του ήλιου πως δεν καψώνει, πες μου και μένα πως η καρδιά μου είναι πέτρα ομπρός στην ομορφιά της. — Μωρέ τι πέτρα και τι ξεπέτρα, που ο κόσμος σ' έχει κιόλας αρρεβωνιασμένο, κι ακόμα πιώτερο.
«Φίλε, τι έρχεσαι, έτσι λαχανιασμένος, να ζητήσης εδώ μέσα; Θάλεγε κανείς πώς είσαι οδηγός λαγωνικών και τρέχεις κατ' οπίσω τους να τα πιάσης. Μήπως έρχεσαι και συ να ζητήσης δικαιοσύνη για κανένα άδικο που σου κάνανε; Ποιος σ' έδιωξε από το δάσος μου;» Ο δασοφύλακας τον επήρε κατά μέρος, και χαμηλόφωνα του είπε: — «Είδα τη Βασίλισσα και τον Τριστάνο. Κοιμώντανε, και μ' έπιασε φόβος.
Νομίζοντας ότι κοιμάται η Νατόλια της άγγιξε το χέρι που έκαιγε, αλλά η γριά το τράβηξε και της είπε χαμηλόφωνα: «Άκου Νατόλια, κάνε μου μια χάρη. Πήγαινε στον Έφις Μαρόντσου και πες του ότι πρέπει να του μιλήσω. Μην το μάθει όμως η Γκριζέντα.
Κάθισε με εγκαρτέρηση και έστρεψε πάλι το βλέμμα στα χέρια του και ο ντον Πρέντου, ενώ είχε στραμμένη την προσοχή του προς την αυλή μήπως και στήσουν αυτί οι υπηρέτριες, τον ρώτησε χαμηλόφωνα: «Πες μου, πώς πάνε οι δουλειές των ξαδελφάδων μου.» Ο Έφις ανασήκωσε το βλέμμα κι έπειτα το ξαναχαμήλωσε αμέσως.
Α, αν τα κατάφερνε! Θα εκδικούνταν έτσι την Γκριζέντα, που ήθελε τον ξένο όλον για τον εαυτό της. Η Γκριζέντα με τη σειρά της φαινόταν αναστατωμένη από την άφιξη του ντον Πρέντου. «Αυτός, θα δείτε», είπε χαμηλόφωνα στον Τζατσίντο την ώρα που διέσχιζαν την αυλή, «αυτός, ο θείος σας, είναι από τους ανθρώπους που γλεντάνε και ξοδεύουν στα πανηγύρια. Δε μελαγχολεί όπως εσείς!
Ξαφνικά, στο φως του φεγγαριού, βλέπει τη σκιά του Βασιληά στην πηγή. Γνωστική όπως όλες η γυναίκες, ούτε σηκώνει τα μάτια κατά το φύλλωμα του δέντρου. «Θεέ και κύριε μου! λέει χαμηλόφωνα, κάνετε μοναχά ώστε να μιλήσω εγώ πρώτη!» Πλησιάζει ακόμη.
Τον κοίταξε τρομαγμένη, έπειτα κοίταξε την αδελφή της και έτρεξε κοντά της. «Ρουθ, Ρουθ;», την φώναξε χαμηλόφωνα, σκυμμένη επάνω της και σφίγγοντάς της τα μπράτσα. Το κεφάλι της ντόνας Ρούθ έγειρε πρώτα από τη μια μεριά, ύστερα από την άλλη, έπειτα όλο το σώμα της φάνηκε να προβάλλει προς τα εμπρός και να σκύβει για ν’ ακούσει τη φωνή της γης, που την καλούσε κοντά της.
Οι δυο άντρες απομακρύνθηκαν, αλλά η γριά φώναξε πίσω τον ντον Πρέντου και του είπε χαμηλόφωνα: «Θα μπορούσατε να μου κάνετε μια χάρη; Να πείτε εσείς στην Γκριζέντα να μην πηγαίνει στο ποτάμι; Δεν είναι σωστό γι’ αυτήν, που θα παντρευτεί έναν άρχοντα.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν