United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με μεγάλη βουή μαζεύονται: όλοι κλαίνε εκτός από τον νάνο του Τινταγκέλ. Τότε ο Βασιληάς τους μίλησε έτσι: «Άρχοντες, αυτή η πυρά είναι για τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα, γιατί εγκλημάτησαν». Όλοι φώναξαν: «Δίκη, Βασιληά. Να γίνη δίκη πρώτα. Είναι ντροπή και κρίμα, να τους σκοτώσουμε χωρίς δίκη. Βασιληά, αναβολή και έλεος γι' αυτούς

Ο Δούκας ήτανε νέος, ισχυρός, αγαθός. Τον εδέχθη σαν έναν ευπρόσδεκτο ξένο. Για να κάνη χαρά και τιμή στον Τριστάνο, τίποτα δεν παράλειψε. Αλλά ούτε η περιπέτειες ούτε η γιορτές μπόρεσαν να καταπραΰνουν την αγωνία του Τριστάνου. Μια μέρα που ήτανε καθισμένος δίπλα στο νεαρό Δούκα, τόσο θλιμμένη ήταν η καρδιά του, που αναστέναζε χωρίς να το καταλαβαίνη, δυνατά.

Το θέμα αυτής της ιστορίας είναι τόσο ωραίο και έχει τόση ποικιλία: γιατί να την μακραίνω φλυαρώντας; Θα πω λοιπόν σύντομα πώς, αφού πέρασε βουνά και θάλασσες, και πλανήθηκε πολύν καιρό δω και κει, ο Ρόχαλτ ο Πιστός έφθασε τέλος πάντων στην Κορνουάλη, ξαναύρε τον Τριστάνο, και πώς, δείχνοντας στο Βασιληά το ρουμπίνι, που άλλοτε είχε δώσει στην Μλανσεφλέρ για δώρο νυφικό, του είπε: «Βασιληά Μάρκο, αυτός εδώ είναι ο Τριστάνος του Λοοννουά, ανεψιός σου, γυιός του Βασιληά Ριβαλάν και της αδερφής σου Μπλανσεφλέρ.

Σκυμμένη στα πόδια του ερημίτη, η Ιζόλδη είπε κι' αυτή, θρηνητικά: «Δε θα ζήσω πεια άλλο έτσι. Δεν λέω πώς μετανοώ επειδή αγάπησα τον Τριστάνο και τον αγαπώ, ακόμη και πάντοτε. Αλλά τα σώματά μας τουλάχιστον, από δω και πέρα, θα χωριστούν». Ο ερημίτης έκλαψε κ' εδόξασε το Θεό. «Θεέ! ωραίε παντοδύναμε Βασιλέα!

Ο Βασιληάς ρώτησε τρεις φορές: «Κανείς δε σηκώνεται να κατηγορήση τον Τριστάνο;». Όλοι σιωπούσαν. Τότε είπε στο γραμματέα: «Κάνετε λοιπόν το γρηγορώτερο μια επιστολή. Ακούσατε τι πρέπει να γράψετε. Κάνετε γρήγορα: η Ιζόλδη υπέφερε πάρα πολύ μέσα στα καλλίτερα χρόνια της. Διατάζω να κρεμαστή η απάντησις στο κλαδί του Κόκκινου Σταυρού πριν από απόψε το βράδυ. Κάνετε γρήγορα».

Εφτά ολόκληρα χρόνια πέρασαν, κι' όταν ήλθε ο καιρός να τον πάρη από της γυναίκες, ο Ρόχαλτ εμπιστεύτηκε τον Τριστάνο σ' ένα γνωστικό δάσκαλο, τον καλό ιπποκόμο Γκορνεβάλη. Ο Γκορνεβάλης σε λίγα χρόνια του έμαθε όλες της τέχνες, που πρέπουνε στους βαρώνους.

Κει κάτω, σ' ένα πλάτωμα του δάσους, ο νάνος Φροσίνος εξέταζε την τροχιά των άστρων: Εδιάβασε κει, ότι ο Βασιληάς τον απειλούσε με θάνατο. Μαύρισε από το φόβο και τη ντροπή, φούσκωσε από θυμό, και γρήγορα-γρήγορα τούδωσε για τη γη της Ουαλλίας. Ο Βασιληάς Μάρκος έκαμε ειρήνη με τον Τριστάνο.

Καερδέν, ωραίε σύντροφε, στη φιλία μας, στην ευγένεια της καρδίας σου, στη συμμαχία μας, σε παρακαλώ! Κάμετε προς χάρι μου αυτό το τόλμημα, κι' αν της πας το μήνυμά μου, σκλάβος σου θα γίνω και θα σ' αγαπώ πειο πολύ απ' όλους τους ανθρώπους». Ο Καερδέν βλέπει τον Τριστάνο να κλαίη, ν' απελπίζεται, να θρηνή.

Αυτό το λιμάνι ήτανε το Βάιζεφορ, όπου κοίτονταν νεκρός ο Μόρχολτ, και η κυρία τους ήτανε η Ιζόλδη η Ξανθή. Μόνη αυτή, γνωρίζοντας τα φίλτρα, μπορούσε να σώση τον Τριστάνο. Αλλά μόνη αυτή μέσα σ' όλες της γυναίκες ήθελε το θάνατό του. Όταν ο Τριστάνος, ζωογονημένος από τα γιατρικά της, ανέλαβε και ξαναύρε της αισθήσεις του, κατάλαβε ότι τα κύματα τον είχαν ρίξει σ' ένα τόπο γεμάτο κινδύνους.

Ο Θεός θα με βοηθήση ίσως να δώσω κάποια συμβουλή που θα βγη σε καλό και των δυο σας. Για την ώρα, μου επέτρεψε τουλάχιστον να σας κάνω αυτήν τη μικρή υπηρεσία: Φίλοι, είπε στους υπηρέτες, δεν μπορώ να βλέπω αυτά τα σκοινιά, — κι' ο Ντινάς, έκοψε τα σκοινιά με το σπαθί του. Αν δοκιμάση να φύγη, μήπως δεν έχετε τα σπαθιά σαςΦιλάει τον Τριστάνο στα χείλη, ξανακαβαλλικεύει και φεύγει.