United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού τώθελε ο Μόχογλους κη μπιστόλα του να γίνη τούρκος, ήτον αναγκασμένος να γίνη. Και δεν ήτο το ίδιο; Δεν θα πήγαινε πεια στην εκκλησία, αλλά στο τζαμί, δεν θα λεγότανε Γιάννης, αλλά Τζαφέρης. Και πάντα θα κολαζότανε. Μπορούσε να παραβή την προσταγή τον τυράννου και χωρατά αν του τώκαμε; Ενώ έτσι σκεπτότανε, αναστέναζε κέλεγε: — Άχι!

Πού και πού κανένας έρριχνε μια πεντάρα στο δίσκο του ζητιάνου και κυττάζοντας το σκύλο, που τούφραζε το δρόμο, μουρμούριζε μέσα του: «Να χαθής, βρωμόσκυλο». Ο ζητιάνος έπαιρνε το έλεος του διαβάτη κι' όλο αναστέναζε. Ο σκύλος άκουε τις βρισιές του κι' όλο κουνούσε την ουρά του.... Ένας μάγκας, καθισμένος σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο, κύτταζε με δυο μεγάλα γαλανά μάτια τον άνθρωπο και το σκύλο.

Εις αυτό το διάστημα ο βασιλεύς εθεωρούσεν ακαταπαύστως την πηγήν, και κάθε ολίγον αναστέναζε χωρίς να ηξεύρη το διατί. Κάνει χρεία, λέγει αυτός του βεζύρη του, εγώ να απομείνω ετούτην την νύκτα εδώ, διατί θέλω διά περιέργειαν να ιδώ αυτήν την εξωτικήν, επειδή και έχω μίαν εσωτερικήν φλόγα, διά να την ιδώ να έβγη από το νερόν.

Την περασμένη δόξα της, τα χρόνια τα παληά της Θυμάμενη αναστέναζε κ' έτρωγε την καρδιά της, Έλαμπεν όμως κάποτετα ροδαλά της χείλη Κάνα γλυκό χαμόγελο, κι' άστραφτε καμμιά ελπίδα Χρυσήτα μαύρα μάτια της, κ' έλεγε με το νου της: — Κάποιο ποτέ θα να βρεθήτο δρόμο ν' απαντήσω Ώμορφο βασιλόπουλο ταίρι του να με κάμη. Κ' ανέβαινε κ' εδιάβαινεν ερμιαίς και παρακλάδια.

Και η «Αθηνά», σκαμπανεβάζοντας στο κύμα, αναστέναζε από τα τρίσβαθα των αρμών της. — Μαζί θα πεθάνωμε, Μοναχάκη. Σιγά-σιγά τους πλάκωσαν τα γεράματα, Στο τελευταίο ταξίδι στη Μαρσίλια, ο Μοναχάκης αρρώστησε. Τον βγάλανε όξω στα σπιτάλια. Οι γιατροί του είπαν να μείνη λίγον καιρό να κυτταχθή. Ο Μοναχάκης δεν τάκουε αυτά. «Την Αθηνά δεν την αφίνω σε ξένα χέρια», έλεγε.

Μαζεύτηκε ο κόσμος με τις φωνές σου, του είπα θυμωμένα. Τάχω ακούσει εκατό φορές αυτά... Έπεσε λίγο η φόρα του, αναστέναζε μ' ένα βαθύ νόημα και ξαναείπε σιγαλά τώρα: — Και πώς τα καλοπερνάτε εδώ; Τελείωσε από κει που έπρεπε ν' αρχίση.

Τα λόγια του μετρημένα σαν κορίτσι! Τα μάτια σκυμμένα. Ένα λόγο να του πης κοκκινίζει και γίνεται παπαρούνα. Και τον χάιδευε στον ώμο. Ο Μοναχάκης κοκκίνιζε, έσκυβε τα μάτια. Ο γέρος αναστέναζε. Τάφερνε γύρω για να θυμηθή πάντα τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του. — Έτσι ήμουνα κ' εγώ παιδί. Όταν έδωκε ο Θεός και πήρα τη μακαρίτισσα τη μάννα σας, ντρεπόμουνα να της μιλήσω.

Ένα βράδυ ύστερα από δύο μήνες — η άνοιξις είχε απλωθή περίγυρα σε ουρανό, γη και θάλασσαπολλοί συγγενείς και άλλοι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι του παπά. Μαζί μ' αυτούς κι' ο αγιορείτης ο ψάλτης, ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο πιστός του φίλος. Γελούσαν και χωράτευαν. Η παπαδιά μόνο δεν είχε διάθεσι· τα είχε κατεβασμένα κι' από καιρό σε καιρό αναστέναζε βαθειά.

Έχασα την γυναίκα μου, έχασα...τα παιδιά μου! — Κ εσώπασε ο Καλόγηρος. Οι 'γκαρδιακοί λυγμοί του Και τα πολλά τα δάκρυα τώπνιξαν τη φωνή του, Και δίχως λόγο και 'μιλιά έσκυψεένα βράχο, Κ' έκλεγε κι' αναστέναζε. Δάκρυα ευλογημένα! Δάκρυ' απ' τα φυλλοκάρδια του, απ' την ψυχή βγαλμένα!

Και κατέβηκε σιγά-σιγά τις σκάλες. Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κυττάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθειά μελαγχολία. Η μυρωδιά του βρεμμένου χώματος, το σιγαλό και μονότονο χτύπημα της βροχής απάνω στα κεραμίδια και το σβισμένο βουητό της θαλάσσης, που δαρμένη απ' τη φουσκοθαλασσιά της νοτιάς αναστέναζε ακόμα απ' το μακρυνό περιγιάλι, τον μεθούσαν σα γλυκό κρασί.