Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Ο Μαθιός έβραζε απομέσα του. Στριφογύριζε, αναστέναζε, χασμουριότανε. Τον είχε πιάσει το μεράκι. Ήθελε να τραγουδήση, να ξεφωνήση, να βγάλη μια φωνή που να φτάση ως τάστρα. Έλεγες πως τον έπνιγε το τραγούδι στο λαιμό. Άξαφνα έμπηξε μια φωνή. Οι άλλοι ξαφνιστήκανε: «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».

Πού καπετανέοι τώρα σαν και μας; έλεγε πάντα στο τέλος της κουβέντας αναστενάζοντας. Και η Ουρανίτσα αναστέναζε μαζί του που χάθηκαν τώρα οι παληοί καπετανέοι σαν τον Λαλεμήτρο, να μην έχη κι' ο Γιαννιός ένα σαν κι' αυτόν, να ταξιδεύη στα σίγουρα. — Και αν μπατάρη το καράβι, Καπετάν Λαλεμήτρο, πνίγονται οι ανθρώποι; — Νάταν κι' άλλοι, έλεγε ο Λαλεμήτρος. Ούτε κοκκαλάκι δε βρίσκεται.

Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης.

Του άπλωσε ένα νόμισμα, αλλά ο Έφις τον κοίταζε στα μάτια με τη ματιά ενός πιστού σκύλου και αναστέναζε χωρίς να προσβάλλεται. «Ντον Πρέντου, αφεντικό, πείτε μου νέα για τις κυράδες μου.» «Τις κυράδες σου; Μήπως τις βλέπει κανείς; Είναι κλεισμένες στη φωλιά τους σαν κουνάβια.» «Και ο Τζατσίντο;» «Τον είδα στο Νούορο, τον πειναλέο.

Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης.

Ο Δούκας ήτανε νέος, ισχυρός, αγαθός. Τον εδέχθη σαν έναν ευπρόσδεκτο ξένο. Για να κάνη χαρά και τιμή στον Τριστάνο, τίποτα δεν παράλειψε. Αλλά ούτε η περιπέτειες ούτε η γιορτές μπόρεσαν να καταπραΰνουν την αγωνία του Τριστάνου. Μια μέρα που ήτανε καθισμένος δίπλα στο νεαρό Δούκα, τόσο θλιμμένη ήταν η καρδιά του, που αναστέναζε χωρίς να το καταλαβαίνη, δυνατά.

Άνοιξα τα μάτια κ' είδα έναν άνθρωπον άσπρο, που αναστέναζε κ' έλεγε ανάμεσα στα δόντια του. &Ω τι συφορά να μην έχης αρχ ....& &Συνέχεια της Ιστορίας της γριάς.& Ξαφνισμένη και χαρούμενη, που άκουσα τη γλώσσα της πατρίδας μου κι' όχι λιγώτερο απορώντας για τα λόγια, που μουρμούριζε αυτός ο άνθρωπος, του απάντησα, πως υπήρχανε μεγαλύτερες δυστυχίες απ' αυτήν που παραπονιότανε.

Και μπήκε ο Χασάν Αγάς στον πύργο, και πήρε την ακρογιαλιά ο Ηλίας και πήγαινε, όχι στη μάννα που τον απάντεχε, μόνο στις ιτιές, κοντά στο ποτάμι. Εκεί τριγύριζε, αναστέναζε, ανέβαινε, κατέβαινε, κάθιζε, σηκώνουνταν, ώσπου βασίλεψ' ο ήλιος και σκορπίστηκαν ταστέρια στον ουρανό. Και παραμόνευε την Πούλια, και μετρούσε τις ατέλειωτες ώρες. Σα ψέμα του φαινότανε.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν