United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η φυλακή έχει σίδερα κι όξω Σκοποί φυλάνε, Θέλω για νάρθω να σε ιδώ και τους Σκοπούς φοβάμαι. Έβγαινε κλαψάρικο, κ' έρεε συρτό των πονεμένων καταδίκων το τραγούδι. Ήταν πικρός, κ' ήταν παραπονιάρικος ο αχός του. Έμοιαζε αρώστου αγγελόκρουσμα γλαρό, κ' ήταν του πόνου ακράτητο ξεχείλισμα, μαράζι ήταν κ' εξεθύμαινε και της απελπισιάς λυγμός και ρόγχος,

Ρήγα μου!. . . » Έκραζε ο Κιτσαντώνης, · » Καθένας τους αρχίνησε » Να δείξουν την ανδρεία, » Ένα τραγούδι πάρε μας » Για την Ελευθερία, » Συ! που με το τραγούδι σου » Τη φύσι βαλσαμόνειςΤο λόγο του ενέκριναν Κι' ο Βότσαρης ο Νότης, , Φώτος Τζαβέλλας, Πανουριάς, Νέγρης, Αλέξης Νούτσος, Μαυρομιχάλης, Κρεββατάς, Και Νοταράς Πανούτσος, Μιαούλης, Αναγνωσταράς, Κανάρης, Δυοβουνιώτης.

Ενώ κατεβαίναμε τα κατσάβραχα προς τη λίμνη κατά το μεσημέρι, ακούγαμε ότι μας συνόδευε από πίσω το κατηφόρισμά μας ποιμενικό τραγούδι, π' αντιλαλούσαν απ' αυτό τα πλευρά του βουνού και τα τείχια του παλιού κάστρου.

Ο γρύλλος ως τόσο, τρυπωμένος εκεί κοντά στο παράθυρο, έχυνε μέσα στην έρημη νύχτα ακόμα το ίδιο ακούραστο και μονότονο τραγούδι του. Τ' ΑΓΟΡΙ Στον Νίκο Λάσκαρη Από τ' ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού, που με φιλοξενούσε, απλόνουνταν στα μάτια μου όλος ο κάμπος, που τον διάβηκα την ημέρα, ομορφότερος και μεθυστικώτερος στο ηλιοβασίλεμμα της χινοπωριάτικης βραδιάς.

«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα; για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι, ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, 160 ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζειτην γη ριμμένα, ή τα κυλάτην θάλασσα το κύμα• αντην Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη, θα εύχονταν ελαφρότεροιτα πόδια να 'ναι όλοι, κάλλιο παρά πλουσιώτεροιένδυμα και χρυσάφι. 165 κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη• κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα. αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; 170 με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι; ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω. και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου 175 είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοίτο σπίτι τούτο άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν».

Αν τράγο θα διαλέξη αυτός, εσύ θα πάρης γίδα, μα αν όμως γίδα πάρη αυτός, βετούλα εσένα πέφτει· κ' είνε καλό το κρέας της ωσότου την αρμέξης. ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ Βοσκέ μου, το τραγούδι σου γλυκύτερο είν' ακόμα κι απ' το νερό που ηχολογά στάζοντας απ' το βράχο. Αν προβατίνα πάρουνε για δώρο τους οι Μούσες, θα πάρης το μαννάρι εσύ· κι αν πάλι της αρέση να πάρουν το μαννάρι αυτές, συ παίρνεις προβατίνα.

Μα αυτά ύστερα τα ονομάτισαν και τα έκαμαν· τότε όμως, άμα ενύχτωσε, τους εσυντρόφευαν όλοι ίσαμε την κάμαρά τους, άλλοι παίζοντας το σουραύλι, άλλοι τη φλογέρα κι άλλοι κρατώντας αψηλά μεγάλες λαμπάδες. Κι όταν έφτασαν κοντά στη θύρα, ετραγουδούσανε με σκληρή κι άγρια φωνή, σαν να ξέσκιζαν τη γις με τσουγγράνα κι όχι σαν να τραγουδούσαν του γάμου το τραγούδι.

Το άκουα το τραγούδι αυτό από την κούνια μου κ' έλεγα πως ήταν ύμνος που τον έγβαζε το νησί μας για να παρακινήση τους κατοίκους στη θαλασσινή ζωή. Όνειρο είχα πότε κ' εγώ να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεγμένος στο τιμόνι. Θα εγινόμουν όμορφος τότε, παλήκαρος σωστός· θα μ' εκαμάρωνε το νησί, θα μ' αγαπούσαν τα κορίτσια. Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα!

Σωκράτης Και εγώ είπα ότι δεν χρειάζεται διόλου· διότι και το ηξεύρω και έχω παρά πολύ φροντίση να μελετήσω αυτό το τραγούδι. Πρωταγόρας Τόσον το καλύτερον, είπε. Τι από τα δύο λοιπόν, σου φαίνεται· ότι το τραγολυδι είναι καλόν και σωστόν, ή όχι; Σωκράτης Παρά πολύ είπον εγώ εύμορφον και σωστόν.

Είναι χτήμα της καρδιάς μας η γλώσσα, δε θέλει να ξέρη άλλη γλώσσα η καρδιά μας. Και νάθελε, μια κορακίστικη λέξη δε θα μπορούσε να τσαμπουνίση απάνω στον πόνο της. Καρδιά και γλώσσα μεγαλώνουνε σα δίδυμες αδερφάδες. Η μια διαφεντεύει την άλληνα. Κάθε πόνος και το τραγούδι του, κάθε πάθημα και την παροιμία του. Πού να τις ξεχωρίση μια πεθαμμένη γραμματική!