Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


ΑΜΛΕΤΟΣ Θα το στείλωμεν εις τον κουρέα με τα γένεια σου. — Εξακολούθησε, σε παρακαλώ· δι' αυτόν χρειάζεται ή καν- ένα τραγούδι του χορού ή κανένα βρωμερό παραμύθι· ει- δεμή αποκοιμιέται· λέγε, φθάσε εις την Εκάβην. Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ Και οποίος την Εκάβην είδε πως κουκουλωμένη εβγήκεΑΜΛΕΤΟΣ Η Εκάβη «κουκουλωμένη»; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Αυτό είναι καλό· το «κουκουλωμένη» είναι καλό.

Κάθε κόρη τον καλόν της, κάθε νηός τη νηά, Όλαις η ματιαίς ταιριάζουν, κι' όλαις η καρδιαίς Ώρα μ' ώρα ζευγαρώνουν και κρυφομιλούν. Κι' ο χορός και το τραγούδι παν' στρωτά-στρωτά.

Ο Μαθιός έβραζε απομέσα του. Στριφογύριζε, αναστέναζε, χασμουριότανε. Τον είχε πιάσει το μεράκι. Ήθελε να τραγουδήση, να ξεφωνήση, να βγάλη μια φωνή που να φτάση ως τάστρα. Έλεγες πως τον έπνιγε το τραγούδι στο λαιμό. Άξαφνα έμπηξε μια φωνή. Οι άλλοι ξαφνιστήκανε: «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».

Η αγάπη θέλει φρόνησι, θέλει ταπεινωσύνη ... Δεν το λέει και το τραγούδι; έτσα διάχνουνε, Μανώλη, οι τιμημένοι άντρες. Η Ρηγινιώ ανεστέναξε και το ρεμβόν της βλέμμα εβυθίζετο εις την μακρυνήν εποχήν από την οποίαν της ήρχετο εξησθενημένη η απήχησις ενός διστίχου του χορού: Να τα χαρώ τα μάτια σου όντε τα κλίνης κάτω ...

Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω, Πώχω μαράζιτην καρδιά και πόνο, που με τρώει, Και που μου κλέβει τη χαρά, τα νειάτα, νύχτα-μέρα. Κ' ένα τραγούδι, θλιβερό, μου φέρνει μέσ' το στόμα, Τραγούδι που το τραγουδώ, πατέρα, κι' αλαφρώνω, Κι' ούτε το Δράκο σκιάζομαι, ούτε και τη Νεράιδα, Ούτε της βρύσης το Στοιχειό και της σπηλιάς τη Λάμια.

Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε· εσφύριζε μέσα στ' άρμενα κ' έβγαζε χίλιων λογιών ήχους, από το άγριο ούρλιασμα κοπαδιού τσακαλιών και λύκων ως το γλυκοφωνότερο τραγούδι και το πεταχτό λάλημα φλογέρας.

Ο νέος έλαβε την τόλμην να την παρακαλέση·Πώς το έλεγες εκείνο το τραγούδι, που τραγουδείς κάποτε; — Ποιο τραγούδι; — Το τραγούδι... που λέει για πανιά, για τιμόνι... και για τα πέρα βουνά, εψέλλισεν ο νέος. Και πάραυτα ήρχισε μετά τρυφεράς μεσοφωνίας, μετά ψιθύρου παθητικού τόνου να υποτερετίζη: Πότε θα κάμωμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!

Ο ποταμός με τον λευκοκίτρινον βυθόν του επάφλαζε τρέχων. Ιτέαι και φιλύραι εκρέμαντο επάνω από τα σπεύδοντα νερά του. O Ρούντυ εβάδισε όλο το μονοπάτι το προς την κατοικίαν του Μυλωθρού. — Αλλά όπως λέει το τραγούδι των παιδιών: &«Μα 'στο σπίτι πού κανείς! Μόνον βγαίν' η γάζα ευθύς!»&

Έγερνε εκεί στην οχθιά κ' έσμιγε με τα φαρμακωμένα τα χείλη του τη φλογέρα κ' εξύπναε από βαθύν ύπνο τις Νεράιδες της λίμνας, που αναπάβονταν στα γιάλινα τα παλάτια τους. Κ' ήταν πικρό και παραπονιάρικο το τραγούδι του άμοιρου Αργύρη. Έβλεπε πολλές φορές μαπορία και τρόμο, να σουρώνη η λίμνα στη μέση και νανοίγη αφαλό στα βάθη της. Να ρουφάη αποκεί κλαριά ολάκερα από έλατα και χορτάρια.

Αγαπούσε την ποίηση, μα περισσότερο αγαπούσε να τρέφη και να τονώνη την αγάπη τη δική μου προς το τραγούδι· προς το τραγούδι καθώς χύνοταν και καθώς κυριαρχούσε στην Αθήνα με τη Μούσα του Παράσχου και του Παπαρρηγόπουλου, με πολλούς από τους βραβευμένους και από τους αβράβευτους των ποιητικών διαγωνισμών, με την κριτική σοφία των καθηγητών που είτανε, από το Πανεπιστήμιο μέσα, των διαγωνισμών εκείνων, σε φυλλάδια τυπωμένων, οι εισηγητές.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν