United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με· του Αλύβαντ' είμαι κάτοικος, οπ' έχω το παλάτι· του βασιλέ' Αφείδαντα του Πολυπημονίδη 305 υιός είμαι, κ' Επήριτον με λέγουν, αλλ' η μοίρα αθέλητον δω μ' έσπρωξεν από την Σικανία· και το καράβι μ' άφησα μακράν από την πόλι. ο πέμπτος χρόνος έκλεισεν απ' ότ' ο Οδυσσέας πέρασε απ' την πατρίδα μου· καλότυχα του αμοίρου, 310 δεξιά, φανήκαν τα πουλιά, καθώς αναχωρούσε. ώστε και με περίχαρη ψυχή τον προβοδούσα κ' έφευγε κείνος με χαρά' κ' ελπίδ' είχαμε πάλι να σμίξουμε και με λαμπρά να φιλευθούμε δώρα».

Προστάζω να τον διώχνετε Θηβαίοι καθένας από τ’ αγνά τα σπίτια σας, γιατί μιαίνει, ως το μαντείον εκήρυξε, την πόλιν όλη. Εγώ λοιπόν το πρόσταγμα θενά τελέσω ο Φοίβος που μας έστειλε, και θα εκδικήσω τον σκοτωμόν του άμοιρου του βασιλέως. Κατάρα αφήνω, τούτα μου τα λόγια όλοι εις έργον να τα βάλετε, για το χατίρι της πόλεως, όπου φθείρεται, και το δικό μου.

Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 60 οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν. λησμόνησ', αφού πλάγιασατο μέγαρο της Κίρκης, απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην• αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. 65 και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη, η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος, και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχειςτο σπίτι αφήσει,— τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη, θ' αράξης το καράβι σουτην νήσο την Αιαία,— 70 όταν κει φθάσης, έχε μετον νου σου, ω βασιλέα• να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία. αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου, κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, 75 να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος. κάμε μου τούτα, και κουπίτο μνήμα επάνω στήσε κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους».

Καμιά φορά, ξαφνικά ο Ψυχομάνης αγριέβει· ρίχνει το χέρι μορμή, του κόβει το σελάχι από τη μέση του άμοιρου Καναβιού. Απόμεινε αφτός στην άκρη αποσβολωμένος απ τη ντροπή του. — Να, του λέει, κ' εγώ σα δεν έχης! Αποτραβήχθη με το σελάχι στα χέρι αλλαξοπρόσωπος.

ΧΟΡΟΣ Όχι, μα τον υπέρτατον μες στους θεούς τον Ήλιον, έρημος από τους θεούς κι απ’ τους ανθρώπους, αν τέτοια έχω στο νου μου, ν’ απομείνω. Η ολεθρία που ’πεσε στη χώρα η συμφορά σπαράζει εμένα του άμοιρου την άθλια ψυχή, μην τύχη και προσθέσωμε κι άλλο κακό καινούργιο. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πρέπει λοιπόν να φύγη αυτός μακριά απ’ τας Θήβας, ή πρέπει εγώ ν’ αφανισθώ μακριά να φύγω.

Μια πάνω στην άλλη έστελναν για το Βλαχογιώργο στα υπουργεία τις αναφορές, και καθετόσο εξέσπαγαν στου άμοιρου Νυχόπουλου την πλάτη, του δάσκαλου στο Έξη που έγραφε τις αναφορές. Ο Βλαχογιώργος πάντα έμενε στου κάστρου τη φρουρά, μπόγιας και τύραννός τους σκληρός και φοβερώτατος.

Ο Καναβιός λαφιασμένος, επάσκιζε να τον πείση με θερμά παρακάλια, όπως έδειχναν οι ζωηρές του χειρονομίες, πως δεν ήταν βολετό να γίνη κείνο που του ζήταε του άμοιρου. Εκείνος, αγρίμι καθώς ήταν πάντα, δεν έπαιρνε από λόγια. Έτσι εφιλονίκαγαν στην άκρη κάμποσο, για μεγάλη στενοχώρια του Επιστάτη και του Αρχιφύλακα οπακαρτέραγαν ανυπόμονοι.