United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μες στις ρούγες βρουχισμός και γύρου μάντρες από πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουν, οι άντρες σφάζονται απ’ τους άντρες κι άθλια σκούζοντας τα βρέφη που σκοτώνουν με το αίμα το βυζί που πίνουν βρέχουν.

Εάν όμως κανένα τον κυριεύση τόσον αθλία συμφορά, ώστε να τολμήση εκ προμελέτης εκουσίως να αποχωρίση την ψυχήν από το σώμα του πατρός του ή της μητρός του ή των αδελφών του ή των τέκνων του, τότε ο παρών νόμος του θνητού νομοθέτου νομοθετεί περί των τοιούτων προκηρύσσων ότι αποκλείεται από τα νόμιμα και ότι υφίσταται τας ιδίας εγγυήσεις, καθώς είπαμεν προηγουμένως.

Αφού λοιπόν η κατάστασις αυτή είναι πολύ αθλία, πρέπει να αποφύγωμεν την κακίαν με τα δυνατά μας και να προσπαθήσωμεν να είμεθα καλοί. Διότι τότε θα είμεθα και με τον εαυτόν μας φίλοι και με άλλους. &Η εύνοια&. ― Η δε εύνοια ομοιάζει μεν προς κάτι τι φιλικόν, δεν είναι όμως φιλία. Διότι η εύνοια ημπορεί να υπάρξη και προς εκείνους οι οποίοι δεν το γνωρίζουν, και να είναι μυστική, η φιλία όμως όχι.

Και τω όντι ο Καραϊσκάκης ήτον πρώτος από τους Έλληνας αρχηγούς, όστις έλαβεν υπό την οδηγίαν του διά μιας δεκαπέντε περίπου χιλιάδας στράτευμα και το διοίκησε με την μεγαλητέραν τάξιν, εμπειρίαν και φρόνησιν. Αλλ' όσον ευχάριστος ήτον η κατάστασις του στρατοπέδου, τόσον αθλία επαρουσιάζετο εκείνη των πολιορκουμένων.

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησ' Οδυσσέας• «Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν• κάλλια συμφέρει του πτωχούτην πόλι να ζητεύη ή 'ς τους αγρούς• κ' εκείεμέ θα δώσ' όποιος θελήση. τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώταις μάνδραις, 20 για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου, αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση, αφούτην στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη. άθλια φορώ φορέματα• μη με νεκρώσ' η πάχνη η πρωινή• και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». 25

Ω 'μέρα, 'μέρα τρομερή! της συμφοράς ημέρα! Δεν εξανάγινε ποτέ ημέρα τόσον μαύρη! Ω συμφορά! 'μέρα ψυχρή! δυστυχισμένη 'μέρα! ΠΑΡΗΣ Αδικημένη, έρημη, άθλια, ‘πέθαμμένη! Αδικημένη, θάνατε, απ' το σκληρόν σου χέρι, ω θάνατε, πικρέπικρέ! Αγάπη μου, ζωή μου! όχι ζωή, — αγάπη μου εσύ αποθαμμένη. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Βασανισμένη, δυστυχής· καμμένη, σκοτωμένη!

Η περηφάνια, το πάθος, η επιθυμία να γκρεμίσει την παλιά, άθλια ζωή της και με τα συντρίμμια να ξαναχτίσει μια άλλη, καινούργια και δυνατή, όλα αυτά έλαμπαν φλογερά μέσα στα μάτια της. «Άκουσέ με, Έφις», είπε τραβώντας πάλι το φως, «να πεις, λοιπόν, στον Πρέντου ότι τον θέλω, αλλά ότι πρέπει να παντρευτούμε γρήγορα, πριν από εκείνους τους δυοΚεφάλαιο δέκατο έβδομο

Δεν φθάνει που εσκότωσε τον αδελφοποιτόν μου, είπεν έπειτα, δεν φθάνει που κατέστρεψε την ευτυχία και την υγεία μου, μόνο ήρχετο κάθε λίγο να μου φαρμακώνη και την αθλία ζωή, που μ' επερίσσευσε! Και όταν είδεν ότι εγώ δεν εύρισκόν τι πρόχειρον να του ειπώ: — Ξεύρω, είπε. Εσύ είσαι διαβασμένος άνθρωπος και θα γελάσης. Γι' αυτό δεν σε είπα τίποτε, ως τώρα.

Τότε τον βρέσκαν οι βοσκοί στα δέντρα ριζωμένο, Με το κοπάδι αμάζευτο σ' όλα τα πλάγα σκόρπιο, Να κλαίη να κλαίη και θλιβερά να λέη ο μαύρος τέτοια: — «Άθλια καρδιά, πώς σκόνταψες τυφλή στο βρόχι τούτο; Γιατ' είσ' ενού φτωχού καρδιά πούνε κυρά του η Χρύσω.

ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν βρήκε, λέει, κ' έψαξε πολλές φορές τον τόπο. ΙΩΝ Κι' απ' τον καιρό, που γίνηκαν αυτά, πέρασαν χρόνια; ΚΡΕΟΥΣΑ Αν ζούσε, θάχε σαν κι'εσέ την ίδιαν ηλικία. ΙΩΝ Α, ο θεός είν'άδικος, η μάννα του αθλία. ΚΡΕΟΥΣΑ Κατόπιν δεν εγέννησεν άλλο παιδί κ' εκείνη. ΙΩΝ Ποιος ξέρει αν ο Απόλλωνας κρυφά δεν τόχει πάρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Μόνος του νάχη την χαρά, αυτό δεν είνε δίκηο.