United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο απλούς ούτος στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμιγμένην με άρρητον τρυφερόν θέλγητρον, εις το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην επιθυμίαν να δρασκελίση το κατώφλιον, να εισέλθη εις τον πενιχρόν ναΐσκον, ν' ανάψη κηρίον, να κάμη τον σταυρόν του και ν' ασπασθή ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον του υπερθέου υπερηγαπημένου Βρέφους της.

Αναμφιβόλως οι αδελφοί και οι φίλοι απήλθον σύνδυο· ο πυρ πνέων Πέτρος και ο θεωρητικός Ανδρέας· οι Υιοί της Βροντής, ο είς ευδόκιμος και επιβάλλων, ο έτερος ευφράδης και ευαίσθητος· η ομαίμων πίστις και το άδολον του Φιλίππου και του Βαρθολομαίου· ο βραδύς αλλ' αφωσιωμένος Θωμάς μετά του σύννου και ευλαβούς Ματθαίου· ο Ιάκωβος μετά του αδελφού του Ιούδα· ο ζηλωτής Σίμων διά ν' ανάψη με τον ένθεον ζήλον του το σκοτεινόν, κυμαινόμενον, άπελπι πνεύμα του προδότου Ιούδα.

Εις τοιαύτην μόνον πυράν, αν ευρεθή ποτε Ηρόστρατος στέργων να την ανάψη, δυνάμεθα να ρίψωμεν μετά των ποιημάτων του Βίκτωρος Ουγώ, του Ίμμερμαν, και του Θεοφίλου Γωτιέ και τους στίχους του Βαλαωρίτου. Και τότε όμως ουχί άπαντας, διότι πολλαχού η έμφυτος τω Έλληνι πλαστικότης υπερισχύει της επιρροής του Ουγώ, και αντί ορμαθού μεταφορών μεταχειρίζεται ως ο Όμηρος και ο Δάντης μίαν μόνην.

Δεν εντρέπεσαι, καϋμένε! Εντρέπετο αληθώς ο Μιμίκος, αλλά τι του εχρησίμευε πλέον η εντροπή; Ηγέρθη κατησχυμμένος από της τραπέζης και μετέβη εις το δωμάτιόν του, όπου έσπευσε να ανάψη φως και να αναγνώση την επιστολήν της Μαρίας του. Ιδού δε τι ανέγνωσε· Κύριε Δημήτριε,

Με ποίους οφθαλμούς θα έβλεπεν αυτήΣτοιχειό επί Στοιχειωμένου οίκουτην χαρμόσυνον ετοιμασίαν των ευλογημένων οικογενειών; Τας μητέρας να ξεσκονίζουν, τας νέας να ζυμώνουν, τους φούρνους να μοσχοβολούν, και τους ευδαίμονας πατέρας ν' αναπαύωνται παρά την εστίαν; Κουτσώντας-κουτσώντας επήρε τα ματάκια της, κλαμμένα, και απήλθε ν' ανάψη τα κανδήλια του αγίου Κωνσταντίνου.

Συμφωνήσασα περί πάντων επέστρεψεν η Ιωάννα προς τον Φρουμέντιον, περιμένοντα αυτήν εις το πλησίον του όρμου της Μουνυχίας σπήλαιον, όπου είχε στρώσει δείπνον και κοίτην. Ο καιρός ήτο υγρός, ο άνεμος δριμύς και η θάλασσα εστέναζε πενθίμως υποκάτω του σπηλαίου. Ο νέος Βενεδικτίνος έσπευσε ν' ανάψη πυράν, παρά την οποίαν εκάθισεν η Ιωάννα, ίνα ξηράνη τα ενδύματα της υγρανθέντα υπό των κυμάτων.

Ήρχετο τακτικά δύο φοράς την εβδομάδα από το καλυβάκι της, το οποίον απείχεν ημισείας ώρας δρόμον από την έρημον ακτήν, ήρχετο διά να επισκεφθή την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν, και τους Αγίους Αποστόλους, και τον Άγιον Νικόλαον, και όλα τα παρεκκλήσια τα κτισμένα επάνω εις τους αγρίους μονήρεις βράχους, διά ν' ανάψη τα κανδήλια και να προσευχηθή εις τους Αγίους.

Το φως το εν αυτώ έμελλε ν' ανάψη εν ανάγκη εις παμφάγον φλόγα όχι χάριν αυτού, αλλά προς τον σκοπόν τού να φωτίση τον δρόμον του ερχομένου Βασιλέως. Υπό φυσικήν έποψιν, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήτο πλήρης ορμών και πλήρης πυρός.

Και ποιος ξέρει, αν δεν θα τα βρούμε μέσ' στην Εκκλησιά, είπε το Μαλαμμώ με εύκολον θάρρος και προς ιδίαν της παρηγορίαν. Έλα, Χριστέ μου, καμμιά καλή Χριστιανή θα ήρθε χτες-προχτές ν' ανάψη τα κανδήλια, και την εφώτισ' ο Θεός και τα κουβάλησε. — Άμποτε!

ΒΑΓΚΟΣ Μη το πολυπιστεύης, και σου ανάψη την ψυχήν και η ελπίς του θρόνου, μετά τον τίτλον Καουδώρ. — Και όμως είναι θαύμα! Αλλά συμβαίνει κάποτε τα όργανα του Σκότους να λέγουν την αλήθειαν διά να μας κολάσουν, με τα μικρά χαρίσματα μας δελεάζουν πρώτα και μας ελκύουν έπειτατα φοβερά των δίκτυα! Δυο λόγια, καλοί φίλοι μου. ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν.