United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάποια ευσεβής γυνή θα ενθυμήθη ίσως ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας, επί τη παραμονή του Αχράντου Τοκετού της, και θα το είχε παρακάμει εις το λάδι και τα φιτύλια, ώστε να μεταβάλλη τας κανδήλας εις πυροφάνεια. Αλλά συγχρόνως ακούει φωνήν και ψίθυρον έσωθεν του ναού, ως αναγνώσεις ή σιγανάς ψαλμωδίας μοναχών προσευχομένων.

Αλλ' αν 'στ' Αναβρυτήριο ντελάληδες φωνάξουν: «Ποιος Έλλην θέλει να γενή Ακαδημαϊκός;» ω! τότε όλ' οι Έλληνες εμπρός σου θα πετάξουν, και εις τας έδρας πόλεμος θ' ανάψη φονικός. Κι' εγώ θα τρέξω, Αθηνά . . . παντού σοφίας γνώσις, κι' αν θέλης να σου δώσουμε, και όχι να μας δώσης.

Ας δώση τόποντην οργήν η λύπη· την καρδιά μας να μη την πνίξ' η λύπη μας, να την ανάψη! ΜΑΚΔΩΦ Τώρα 'σάν γυναικός τα 'μάτια μου να κλαίουν ημπορούσαν, κ' η γλώσσα μου να φλυαρή. Αλλ' όχι! — Ω Θεέ μου μη συγχωρής αναβολήν! στήθος με στήθος φέρε εμένα και τον δαίμονα εκείνον της Σκωτίας! Να με χωρίζη απ' αυτόν, το μάκρος του σπαθιού μου, κι' όσον γλυτώση απ' εμέ, τόσο καλό να εύρη!

Μια 'μέρα ο φίλος του Καραϊσκάκη ο Αντρέας Ίσκος σηκώνεται, παίρνει μαζί του τέσσερους πέντε στρατιώτες, πού είχαν πολεμήση με τον Καραϊσκάκη, και πάειτο κονάκι του Ράγκου να τον ιδή. Άρχισαν να τα λεν. Τα παλικάρια έμειναν απόξω, 'σ τ' άλλο δωμάτιο. Άξαφνα ο Ίσκος έκαμε πώς θέλει ν' ανάψη το τσιμπούκι του και φώναξε ένα από τα παιδιά μέσα.

Ουδέποτε επ' ουδενί λόγω θα επέτρεπεν εις τον σύζυγόν της, εις τον υιόν της, εις την μητέρα της, εις την αδελφήν της, εις την πενθεράν της, εις την ανδραδέλφην της, ν' αναβώσιν εκεί επάνω. Αυτή και μόνη ανέβαινε, συνήθως άπαξ της ημέρας, την ώραν καθ' ην ηκούετο ο κώδων του εσπερινού, διά ν' ανάψη το κανδήλι, να κάμη τον σταυρόν της, και να θυμιάση.

Καιόμεθα, αγανακτούμεν από ανυπομονησίαν να πραγματοποιήσωμεν το έργον αυτό. Η εικασία μόνη των λαμπρών αποτελεσμάτων αρκεί ν' ανάψη την ψυχήν μας. Πρέπει, πρέπει απολύτως ν' αρχίσωμεν το έργον αυτό την ιδίαν ημέραν και εν τούτοις αναβάλλομεν διά την αύριον.

Διότι η φύσις του πράγματος τούτου είνε, μου φαίνεται, να μη ολιγοστεύη, εάν και άλλος πάρη εξ αυτού• διότι δεν σβύνει αν ανάψη κανείς άλλος. Επομένως είνε φθόνος καθαρός το τοιούτον, διότι εμποδίζατε να δοθή εις τους έχοντας ανάγκην κάτι το οποίον σεις δεν θα εστερείσθε και ουδόλως θα εζημιώνεσθε. Και όμως αφού είσθε θεοί έπρεπε να είσθε αγαθοί και «δοτήρες εάων» και απηλλαγμένοι παντός φθόνου.

Η Πηγή ήτο εκεί, αλλά δυστυχώς δεν ήτο μόνη. Ο Στρατής, ιστάμενος παρά τον σταμνοστάτην, έπλυνε το τουφέκι του, η δε αδελφή του σκυμμένη εις την εστίαν κατεγίνετο ν' ανάψη φωτιάν. Όταν είδε τον Στρατήν, ο Μανώλης εστάθη προς στιγμήν αμφιρρέπων και σχεδόν έκαμε κίνημα οπισθοχωρήσεως.

Στοχαζόμενος δε πως δεν ήτον αδύνατον να μας ξεσκεπάση την συναναστροφήν που με αυτήν είχαμεν, αποφάσισε να μας κάμη να χαθούμε και οι τρεις προδίδοντάς μας εις τον Μπρακμάνον. Και αποφασίζοντας έτσι, επήρε και μας εγκάλεσε, και του είπε πολύ περισσότερον από εκείνο που εκατάλαβε, διά να του ανάψη περισσότερον τον θυμόν να μας αφανίση.

Και είδες πάραυτα ο κόσμος να συναθροισθή περί τα Βημόθυρα συνωθούμενος ν' ανάψη την λαμπάδα του, να λάβη το φως εκ του ανεσπέρου φωτός· κ' έβλεπες χείρας τεταμένας γύρω εκεί, και λευκάς λαμπάδας εις πολυσύνθετα και αδιέξοδα γεωμετρικά σχήματα, ακτινωτώς εγγιζούσας τας ανημμένας του ιερέως λαμπάδας, η πολιά μορφή του οποίου κατηγλαΐζετο φαεινώς ως μορφή αγγέλου κολυμβώντος εν τω φωτί.