Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Του Αρίστιππου του Κυρηναίου οπαδοί, αφίνουν της ηθικής το πρόβλημα να βασανίζη το σκύλο του σπητιού. Απ' την αγάπη μας κρατούν το χάδι για να πετάξουν το υπόλοιπο. Γρατσουνίζουν μόλις νοιώσουν πως τους αγαπήσαμε πολύ. Χωρίς τον ίλιγγο της ακροβασίας χωρίς το σκοτάδι και χωρίς την κραυγή του ανέμου, ο έρωτας γι' αυτούς αξίζει κάθε περιφρόνηση.
Καθότανε ντροπαλή στην άκρη του καναπέ και ξέφτιζε τη φράντζα του τραπεζομάντηλου που ήτον είδος κινέζικο, μαυροκίτρινο, και τόχε αγοράσει η Βεργινία τέσσερες δραχμές από 'να γυρολόγο. . . 0 Νίκος στεκόταν ορθός στον κομμό και στριφογύριζε απάνω σε δυο του δάχτυλα την αλυσσίδα των κλειδιών του. . Ενόσω μιλούσε η θεια Ελέγκω, ξεχειλιστή απάνω στην καρέκλα κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας, τα μάτια του Νίκου κύτταζαν τη σειρά κουμπάκια, τόνα κοντά στάλλο, πούχε μπροστά το σταχτί πολκάκι της Λιόλιας, που της ήτονε μικρό και την έκοβε φοβερά στις αμασχάλες: στην κάθε της αναπνοή τα κουμπάκια σπαράζανε μέσα στις κουμπότρυπές τους, σάμπως τα στηθάκια της τάγουρα να ωρίμαζαν εκεί μπροστά στα μάτια του και να γυρεύανε να κάμουνε φτερά να πετάξουν . . . Λαχτάρα μου! Η Βεργινία ήτον πολύ ξαναμμένη και μιλούσε με κόπο, μα και με μια ξεχωριστή ζωηράδα, λες και μάζευε όλη της τη δύναμη για να κρύψη απ’ τους ξένους το χάλι της.
Αλλ' άμα παραχόρταιναν, βάραιναν τόσο, που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπρεπε ναύρουν ψήλωμα και στο μεταξύ βρίσκαμε καιρό και τα κτυπούσαμε με πέτρες, ή ξύλα και πολλά σκοτώναμε. Αλλ' αν τα όρνια στις στιγμές αυτές δε μπορούσαν να πετάξουν, αναπηδούσαν όμως αγριεμένα κ' επιθετικά. Αυτός ήτο ο κίντυνος, γιατ' είχαν ράμφη και νύχια φοβερά και μπορούσαν να βγάλουν μάτια ή κόψουν σάρκες.
Εάν δε κανείς καταδικασθή διά τον τοιούτον θάνατον, ότι δηλαδή εφόνευσε κανένα από αυτούς, οι μεν υπηρέται των δικαστών και άρχοντες ας τον φονεύσουν εις το ωρισμένον σταυροδρόμιον, αφού τον βγάλουν γυμνόν έξω από την πόλιν, όλοι δε οι άρχοντες φέροντες ο καθείς ένα λίθον ας τον ρίψουν εις την κεφαλήν του νεκρού και ας εξαγνίσουν όλην την πόλιν, κατόπιν δε ας τον φέρουν εις τα σύνορα της χώρας και ας τον πετάξουν άταφον.
Την ξενητιά αυτή που θα περάσουν χρόνια και χρόνια και θα της τον κρατά ακόμα, που θα περάσουν χρόνια και θα διαβούν και θα πετάξουν τα κάλλη της, και θάρθη να την βρη αυτή γριά κι άσκημη, μ' αδειανή καρδιά και με γεμάτο το κομπόδεμα εκείνος.
Προσέθεσε: «Φίλε, πήγαινε να βρης τον Τριστάνο στο μεγάλο παραμελημένο δρόμο που πάει από το Τινταγκέλ στο Σαιν-Λουμπέν. Να του πης πώς δεν τον χαιρετώ, και μη τολμήση να με πλησιάση γιατί θα βάλω τους υπηρέτες και τους βαλέδες να τον πετάξουν όξω». Ο Περινίς έψαξε και ηύρε τον Τριστάνο και τον Καερδέν· τους είπε το μήνυμα της Βασίλισσας.
Όταν δε αποθάνη, να τον πετάξουν άταφον έξω από τα σύνορα. Εάν δε κανείς ελεύθερος συντελή εις την ταφήν του, ας υπόκειται εις δίκην ασεβείας από τον τυχόντα. Εάν δε αφήση εις την πόλιν παίδας αρκετούς, οι επιμελούμενοι των ορφανών ας φροντίζουν και δι' αυτούς, ως όχι ολιγώτερον ορφανούς, ευθύς από την ημέραν της καταδίκης του πατρός των.
Αλλ' αν 'στ' Αναβρυτήριο ντελάληδες φωνάξουν: «Ποιος Έλλην θέλει να γενή Ακαδημαϊκός;» ω! τότε όλ' οι Έλληνες εμπρός σου θα πετάξουν, και εις τας έδρας πόλεμος θ' ανάψη φονικός. Κι' εγώ θα τρέξω, Αθηνά . . . παντού σοφίας γνώσις, κι' αν θέλης να σου δώσουμε, και όχι να μας δώσης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν