United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπεσε σε μιαν αλέγρα μουσική, πεταχτή, πεταχτή, σα να κελαδούσαν πουλιά ευτυχισμένα, σα να φιλούνταν αγαπημένα χείλη, σα να ρουφούνταν αναπνοές, σα να πιπιλίζουνταν γλώσσες, σα ν' αγροικούνταν τρελλά γέλοια έρωτα αχόρταγου, σα νάτριζαν ηδονικά σφιγμένα κορμιά, αγκαλιασμένες σάρκες, σφιγμένα κόκκαλα.

Μετά ταύτα το οστούν του πληγωμένου εσάπισεν, αι σάρκες του μηρού του εγαγγραινώθησαν και απέθανεν αφού εβασίλευσεν εν όλοις επτά έτη και πέντε μήνας χωρίς να απολαύση τέκνον, μήτε άρρεν μήτε θήλυ.

Διότι κατά φύσιν αι σάρκες και τα νεύρα γίνονται εξ αί- Δ. | ματος, τα μεν νεύρα εκ των ινών αυτού διά την ταυτότητα της φύσεως, αι δε σάρκες εκ του επιλοίπου, όπερ πηγνύεται, καθ' όσον αποχωρίζεται των ινών . Το εξερχόμενον δε πάλιν εκ των νεύρων και της σαρκός, υγρόν γλοιώδες και παχύ, χρησιμεύει εις το να προσκολλά την σάρκα εις τα οστά και συνάμα να τρέφη και να αυξάνη αυτό το πέριξ του μυελού οστούν.

Βαθμηδόν αι δυνάμεις σου, αι σωματικαί και διανοητικαί, επανέρχονται και αισθάνεσαι ότι η νόσος σού απέδωκεν είδος τι παρθενίας, ότι το πρώην σώμα σου το μολυσμένον, το κακόχυμον, το εξηντλημένον και πεπαλαιωμένον, ανεκαινίσθη, ότι κυκλοφορεί εις τας φλέβας σου νέον αίμα και νέαι σάρκες ενδύουσι τα οστά σου, ότι σ' εχάρισε δευτέραν ύπαρξιν ο Πανάγαθος Θεός.

Αι δε σάρκες Β. | πίπτουσαι εκ των ριζών αυτών αφίνουσι τα νεύρα γυμνά και πλήρη άλμης, εμπίπτουσαι δε πάλιν εις το ρεύμα του αίματος, πολλαπλασιάζουσι τα ειρημένα νοσήματα.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 135 «Ξεύρω, εννοώ• κ' είχατον νουν αυτά 'που με προστάζεις. πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη θα υπάγω τώρα μηνυτής• αχ! ο αναστεναγμένος! ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα, τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις 140 ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα. πλην τώρ', αφούτην θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο, δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του, αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει, και η σάρκες τουτα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». 145

Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας «Σκάσε, σκυλί, και σε γονιούς και φως μη με ξορκίζεις! 345 τι το κακό που μούκανες, αχας μπορούσα ο ίδιος έτσι να σ' τις σπαράξω ωμές και να σ' τις φάω τις σάρκες.

Όσοι δεν είχαν αλυσίδες, πέτρες εζερρίζωναν· και όσοι δεν είχαν πέτρες είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που εκατέβαζαν λουρίδες το κρέας. Το αίμα έλαμπε, ρουμπίνι ανεχτίμητο στις άσπρες πλάκες περίγυρα. Οι σάρκες εσπαρτάριζαν, θλιβερά κοψίδια στα μαύρα χώματα. Οι σκοτωμένοι, κρύος σωρός έφραζαν την είσοδο της σπηλιάς και οι λαβωμένοι εβαρυβογκούσαν πονετικά στον κούφιον αέρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIII. &Το θνητόν μέρος της ψυχής. Έντερα. Μυελός. Οστά. Σπέρ- μα. Εγκέφαλος. Κεφαλή. Σπονδυλική στήλη Νεύρα και Σάρκες. Στόμα. Δέρμα. Τρίχες Όνυχες .&

Σκυλιά τις σάπιες σου τις σάρκες 335 θα φάνε κι' όρνια, μα Αχαιοί τον Πάτροκλο θα θάψουνΤότες του λέει ο Έχτορας με την ψυχή στο στόμα «Ξορκίζω σε, έτσι να χαρείς το φως σου τους γονιούς σου. μη θες στον κάμπο το κορμί να μου ντροπιάσουν σκύλοι.