United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν κ' εγώ ο ίδιος δεν θαυμάζω, πως δυσπιστείς στην τύχη σου. ΑΔΜΗΤΟΣ Μπορώ να την αγγίξω, να της μιλήσω, ημπορώ σαν νάταν ιδική μου, γυναίκα πάλι ζωντανή; ΗΡΑΚΛΗΣ Μπορείς να της μιλήσης, αφού έχεις ό τι επιθυμείς τόσω πολύ. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω μάτια, και σώμα της γυναίκας μου αγαπημένα, πάλι σας έχω, ενώ δεν ήλπιζα, να σας ιδώ ποτέ μου! ΗΡΑΚΛΗΣ Τα έχεις, είθε απ' τους θεούς κανείς να μη ζηλέψη.

«Τάισε τα αγαπημένα αρνιά μουΜετά, με επισημότητα, πρόσθεσε «Πραγματικά όταν ήσουν πιο νέος ζωννόσουν ο ίδιος και περπάταες όπου ήθελες· μα σα γεράσεις, θ' απλώσεις τα χέρια κι’ άλλος θα σε ζώσει και θα σε πάει όπου δε θέλεις».

Στου χωριού τα σύγυρα αντίπερα, έξω στα Παρακήπια, έχει το φτωχικό ξωμάχι της η θεια Χρηστίτσα η καψόχηρα. Χωμένο μες τους βαθιούς τους ίσκιους τους πυκνούς τω δεντρικών, κρύβει πιστά στα βάθη του θερμά και αγαπημένα της ορφανής την παρθενιά τη λατρεφτή, τα κάλλη τα περίσσια, ταπάρθενά της όνειρα, γλυκά αδερφωμένα με της μάνας της αγλύκαντης τις άπλαστες γεροντικές ελπίδες.

Αλλά τι κάνω;! πολεμώ με την επιθυμία του Φοίβου, που μου φύλαξε της μάννας μου σημάδια; Πρέπει να κάμω τόλμημα. . . ναι. . . πρέπει να τανοίξω. δεν το απόφυγε κανείς ό,τ' ήτανε γραφτό του. Ώ σεις στεφάνια ιερά! Τι μου 'χετε φυλάξη τα πράματα μαζεύοντας τα τόσα αγαπημένα; Νά, κύτταξε το σκέπασμα του στρογγυλού κανίστρου, καινούργιο ακόμα έμεινε σαν από κάποιο θάμα.

Εμπρός, ω βασιλεύ, γενναίε από το φυσικό σου, φέρε σιμά μου τις δυό τις θυγατέρες μου.Μες στην αγκάλη καθώς εγώ θα τις κρατώ και θα τις σφίγγω, θα μου φανή να τις έχω εμπρός μου σαν όταν έβλεπα. Τι λέγω; Δεν τις ακούω Αθάνατοι εδώ σιμά μου να χύνουν δάκρυα; Μ’ ευσπλαχνίσθη ο Κρέων κ’ εδώ μου τα ’στειλε τα πλέον αγαπημένα, τα δυό γλυκά παιδιά μου. Λέγω καλά; ΚΡΕΩΝ Σωστά.

Θυμάται και τα Γιάννινα τ' αγαπημένα τότε, Και πότε κλαίει τα νηάτα του και την πατρίδα πότε. Κοιμήσουτο ελεύθερο, Καλόγηρε, το χώμα Κι' ουράνια τον ύπνο σου όνειρ' ας νανουρίζουν! Τάρματα ίσως τάθελες κι' αυτού να τάχης στρώμα· Ποιος ξέρει σε τι μαύρη γη, πατέρα, να σαπίζουν! Κοιμήσου. Τώρα χειμωνιά την Ήπειρό μας δέρνει Και κρύο, ξέρα, παγωνιάτα χώματά της σπέρνει.

Ω, να καθόμουν στα πόδια σας, στο αγαπητό μου μικρό δωμάτιο, και τα μικρά μας τ' αγαπημένα να εκυλίονταν γύρω μου και όταν θα σας εφώναζαν πολύ, θα τα εμάζωνα γύρω μου και θα τα κρατούσα ήσυχα με ένα τρομακτικόν παραμύθι και θα ησύχαζαν. Ο ήλιος βασιλεύει πέραν απ' αυτή τη χιονόλαμπρη χώρα, η καταιγίς επέρασε, και εγώ, — πρέπει να κλεισθώ πάλιν εις το κλουβί μου. — Υγιαίνετε!

Έβλεπα τα χωράφια μου, που πηδούσα, σαν ζαρκάδι, με τα ομόηλικά μου, κι' έπαιζα τ' αγαπημένα μου τα παιγνίδια, που δε μπορούσα να τα χορτάσω ποτέ.

Και ο Καλάφ αφού εστάθη τρεις χρόνους εις το βασίλειον της Κίνας, μαζί με την αγαπημένην του Τουρανδότην, μανθάνοντας τον θάνατον του πατρός του, εμίσευσεν από εκεί μαζί με την γυναίκα του και δύο παιδιά που είχε κάμει εις αυτό το αναμεταξύ, και επήγεν εις την Νογαϊδά, και ανέβη εις τον θρόνον του πατρός του, και εβασίλευσε διά πολλούς χρόνους, και απέρασε μίαν ζωήν ευτυχισμένην και ασύγχυστην, και πάντα κατά πολλά αγαπημένα με την περιπόθητήν του γυναίκα, που με κίνδυνον μέγαν της ζωής του την απόκτησεν.

Το χέρι της με σέβας εκεί της πιάνει, και της λέει διο αγαπημένα λόγια. «Τί, Θέτη ακριβοθώρητη, σε φέρνει στο πυργί μας, θεά μου σεβαστή; Τι δα συχνά δε μας θυμάσαι. 425 Μίλα τι ορίζεις· θα γενεί — σ' το τάζωότι διατάξεις, αν είναι μπορετή η δουλιά κι' αν μου περνά απ' το χέρι