United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο Γεμιστός θέλοντας να υπακούση εις τα κελεύσματα του πατρός του, του βδελύου Σατάν, δεν την έδωκεν εις γυναίκα να την βυζάση, αλλά την ανέθρεψεν αυτός, τρέφοντάς την με το γάλα μιας αιγός ήγουν κατσίκας, και όταν εμίσευσεν από την βασιλεύουσαν πόλιν, την έφερε μαζή του, περιπλανώμενος εις την υφήλιον διά να εύρη και άλλους να σαγηνεύση εις την μιαράν και κακόδοξον πλάνην του.

Ο Δαλήκ εμίσευσεν ευθύς ωσάν μία αστραπή, και επήγεν εις το μαγειρείον του αρχιστρατήγου, και παίρνοντάς την, την έφερεν εις τον ναόν. Οι δύο αδελφές αγκαλιάσθηκαν με πολλήν χαράν και αγάπην.

Ο Δερβύσης του υπεσχέθη να μην έχη έγνοιαν δι' αυτήν, και ότι εις την φύλαξίν τους έχουν την βοήθειαν του μεγάλου Καισάγια. Ως τόσον την ερχομένην νύκτα εμίσευσεν η βασιλοπούλα μα την βάγια της και με τον Δερβύσην, χωρίς άλλην συντροφιά, επειδή και ο Δερβύσης έλεγεν ότι το θέλημα του Καισάγια ήταν να μισεύσουν χωρίς συντροφιά άλλη.

Ο Αράπης με όλον που ήτο κλέπτης επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας έβγαλε την Ρεσπίναν από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το άλογόν του, και καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του λέγει η Ρεσπίνα, που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη αυτός, η οποία δεν είναι πολλά μακρυά.

&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, βεζύρη του και του μυστικού του.& Με αυτόν τον τρόπον ο Βεδρεδίν Λώλος ετελείωσε την ιστορίαν του. Ο βεζύρης του, και ο Σεήφ ο μυστικός του τον ερώτησαν, αν ήξευρε το τι έγινεν η Αροούγια· αυτός απεκρίθη, ότι δεν ήξευρε καθόλου, και ότι δεν είχε λάβει καμμιάς λογής είδησιν, αφού και εμίσευσεν από την Δαμασκόν.

Ευχαρίστησα τον γέροντα, που μου έδωσε κάποιαν είδησιν δι' αυτόν τον τόπον και ελπίζοντες διά να τον εύρωμεν επήγαμεν εις το παραθαλάσσιον της αυτής χώρας Μπάσρας, και εκεί ευρίσκοντες ένα καράβι πραγματευτάρικον που ήτον διά τες Ινδίες, εμβήκαμεν μέσα εις αυτό, και μετά δύο ημέρες εμίσευσεν από εκείνον τον λιμένα.

Αυτός εμίσευσεν επιταυτού από την Βάρσα χωρίς να ζητήση θέλημα του βασιλέως πατρός του· επειδή ήκουσε να ομιλούν διά της θυγατρός σου την ωραιότητα και ετρώθη τόσον που αποφάσισε διά να έλθη να την στεφανωθή εις γυναίκα του. Αυτός θέλει να γένη ετούτο το συνοικέσιον με το μέσον μου, το οποίον το έχω εις μεγάλην χαράν, διατί αυτό θέλει είνε μέσον που να μας φιλιώσει.

Και έτσι λέγοντας την επήρεν εις τες αγκάλες του, και με το στανικόν της την έφερεν εις το καράβι του και βάνοντας την μέσα έκανε πανιά και εμίσευσεν.

Ημείς θέλομεν ξεδικηθή, μου έλεγεν· ο φίλος μας που ενόμιζε να γένωμεν παίγνιον εις τον κόσμον θέλει γένη αυτός μύθος της χώρας. Και κατά αλήθειαν ευθύς που η Ζεμπρούδα εμίσευσεν από τον κριτήν, αυτός έστειλεν ένα μουχξούρι εις το σπήτι του Ουστά Ομάρ, και τον έκραξε διά να έλθη εμπροστά του. Ο βαφιάς ήρθεν όλος τρεμάμενος έμπροσθέν του τον οποίον βλέποντας ο κριτής, τον έβαλε να καθήση κοντά του.

Τόσον φθάνει, της λέγει ο Κατής· εσύ ημπορείς να ξαναγυρίσης εις το σπήτι σου, και ογλήγορα θέλεις λάβει το ποθούμενον. Τότε η Κυρά αφού έδωσε μίαν γλυκιάν ματιάν του Κατή, εμπουλώθη και εμίσευσεν απ' εκεί, και ήλθε να με εύρη. Αυτή μου έδωσε λογαριασμόν διά τα όσα ωμίλησε του Κατή και είχε τόσην ευχαρίστησιν εις αυτό, που δεν ημπορούσε να σταθή ήσυχη έως που θα ήθελεν ιδεί το αποβησόμενον.