United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, κατά το βραδάκι, όπως μετά από μια μέρα ελευθερίας που την περνά κανείς περιπλανώμενος, χασομέρης και ανικανοποίητος. Όλα ήταν ήσυχα και θλιβερά εκεί πέρα. Το Βουνό πρόβαλε πάνω στο μαύρο σπίτι, στον ανοιχτοπράσινο ουρανό του δειλινού, το καινούργιο φεγγάρι έπεφτε επάνω στο Βουνό και ο αποσπερίτης τρεμόπαιζε πάνω από το φεγγάρι.

Εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι, είδε τον άγνωστο και άρχισε να τον παρατηρεί με μάτια που πετούσαν σπίθες και το βιβλίο έτρεμε στα χέρια της. «Λοιπόν, ναι, εγώ είμαι, κυρά μου! Γύρισα. Ο περιπλανώμενος γύρισε. Τι έχετε να πείτε, ντόνα Έστερ; Πώς πάει η υγεία;» «Έφις! Έφις! Έφις!», ψέλλιζε εκείνη. «Εγώ είμαι, ο Έφις! Δεν βλέπετε καλά, ντόνα Έστερ, και φοράτε γυαλιά;» «Εσύ είσαι, Έφις! Κάθισε.

Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• «Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία, ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον. αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν, ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. 125 και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάσητην δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει, κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη, και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν, ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα τηςτα ξένα. 130 και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον, ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα• εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν• ή ψάρια τον κατάφαγαντην θάλασσα, κ' εκείνου 135 άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζειακρογιάλι. κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος τους φίλους κ' έξοχαεμέ• ότι άλλον δεν θε ναύρω κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη, ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι 140 το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν. ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω να τους ιδούν τα μάτια μουτην γη την πατρική μου• αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος. και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, 145 ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε• αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν».

Ναι, είμαι μόνον οδοιπόρος, μόνον περιπλανώμενος επάνω στη γη! Μήπως είσθε σεις τίποτε περισσότερον; 18 Ιουνίου Πού θέλω να πάω; Τούτο θα σου το αποκαλύψω εμπιστευτικά.

Η μήτηρ Του προσέφερε προς καθαρισμόν της τας περιστεράς, την προσφοράν των πτωχών. Η φυγή εις Αίγυπτον αναμφιβόλως είχε πολλάς ταλαιπωρίας, και όταν υπέστρεψεν έμελλε να ζήση ως τέκτων και υιός τέκτονος εις το περιφρονούμενον μικρόν χωρίον. Ως πτωχός περιπλανώμενος διδάσκαλος, ακτήμων, περιήρχετο την χώραν.

Και ο Γεμιστός θέλοντας να υπακούση εις τα κελεύσματα του πατρός του, του βδελύου Σατάν, δεν την έδωκεν εις γυναίκα να την βυζάση, αλλά την ανέθρεψεν αυτός, τρέφοντάς την με το γάλα μιας αιγός ήγουν κατσίκας, και όταν εμίσευσεν από την βασιλεύουσαν πόλιν, την έφερε μαζή του, περιπλανώμενος εις την υφήλιον διά να εύρη και άλλους να σαγηνεύση εις την μιαράν και κακόδοξον πλάνην του.

Ο Δημήτρης, περιπλανώμενος Ιουδαίος της ζωής και του θανάτου, δεν εύρισκε πουθενά θέσιν να σταθή. Είχεν αηδιάση την ζωήν και όμως έτρεμε προ του θανάτου, ως παις προ μορμολυκείου. Ο Δημήτρης έμεινεν εκεί επί πολύ σκεπτόμενος και κλαίων.

Ο καπετάν Πήλιουρης που λέγουν οι Κρανιδιώτες πως εβγήκε από τον τάφο και γυρίζει περιπλανώμενος στον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη δική μας κατάστασι. Εφουσκώσαμε τόσο κ' εμαυρίσαμε που δεν εγνώριζεν ένας τον άλλον! Τα μαλλιά του κεφαλιού μας, τα μουστάκια, τα γένεια εσκλήρυναν σαν αγκάθια· ο ανασασμός δροσόπαγο εκαθόταν απάνω μας.

Είνε είς περιπλανώμενος παράφρων, όστις ουδέν άλλο ζητεί, ή την εξόντωσιν εαυτού διά παντός μέσου, και ούτινος η γη της επαγγελίας είνε συνήθως το πλησιέστερον νεκροταφείον. Πιστεύεται, ότι διά του οίνου λησμονεί ο άνθρωπος τας συμφοράς του. Έσο βέβαιος ότι εάν ο οίνος έλειπεν από τον κόσμον, ουδέποτε ο άνθρωπος θα είχεν ανάγκην αυτού, διά να λησμονήση τας συμφοράς του.

Τοιουτοτρόπως ο πλέον ανήσυχος περιπλανώμενος άνθρωπος ποθεί τέλος πάλιν την πατρίδα του, και ευρίσκει εις την καλύβην του, εις την αγκάλην της συζύγου του, εις τον κύκλον των τέκνων του, εις τους κόπους προς συντήρησίν των την ηδονήν εκείνην που μάτην εζήτει μακράν εις τον ευρύχωρον κόσμον.