United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγουν ότι, όταν ο Θεοδώριχος διέταξε τον φόνον του Συμμάχου, εβασανίζετο «και τέλος παρεφρόνησεν από το φάντασμα του τεθνεώτος γέροντος, επιφαινόμενον αυτώ όναρ και ύπαρ· ουδ' ηδύνατο άλλως να έχη το πράγμα ως προς τον Ηρώδην τον Αντίπαν. «Εν μέσω των τρυφώντων η κεφαλή του νηστεύοντος παρετέθη». Επί της τραπέζης του συμποσίου του εκομίσθη η κεφαλή ανδρός τον οποίον, εις τα βάθη της ψυχής του ησθάνετο άγιον και δίκαιον· και είχεν ιδεί, με την επίσημον αγωνίαν του θανάτου αποτυπωμένην ακόμη επ' αυτών, τους αυστηρούς χαρακτήρας εφ' ους πολλάκις μετά φόβου είχε προσβλέψει· «Σιγάν σου μεν την γλώσσαν υπέλαβεν ο Ηρώδης· η δε, και σίγησα, πλέον ελέγχει». Δεν εξήρχετο ο έλεγχος από τα παγωμένα εκείνα χείλη, μεγαλοφωνότερον ακόμη και τρομερώτερον, ή όταν εκείνος έζη; Μη οι τόνοι οίτινες επρόφεραν, «Ουκ έξεστί σοι έχειν αυτήν», επάγωσαν εις σιωπήν, ή εφαίνοντο να εξέρχωνται μεθ' υπερφυούς θερμότητος από των ψυχρών χειλέων; Εάν δεν ατώμεθα, η αποτετμημένη εκείνη κεφαλή σπανίως έλειπεν από τούδε από της τεταραγμένης φαντασίας του Ηρώδου μέχρι της ημέρας του θανάτου του.

Οι γονείς μου δεν τον ήθελαν. Ήτον πτωχός. Αν μ' ερωτούσαν κ' εμένα τότε, θα τον επροτιμούσα αυτόν που βλέπεις. Ήτον ωραίος νέος και καλός άνθρωπος και πιστός. Πιστός, μου το απέδειξεν. Έμεινεν ελεύθερος. Έφυγε νέος και εγύρισε γέρος και τυφλός. Κ' ενώ έλειπεν, εγώ έθαψα και τον άνδρα μου και όλα μου τα παιδιά. Κ' ευρεθήκαμεν πάλιν, κ' οι δύο δυστυχισμένοι, κοντά ο έναςτον άλλον.

Αφιχθείς ο βασιλεύς εις το μαντικόν κατάστημα του Απόλλωνος, εζήτησεν αμέσως ακρόασιν παρά του θεού· αλλ' ήκουσεν όμως παρά του γενειήτου και ρασοφόρου θυρωρού, ότι ο Κύριος έλειπεν.

Είνε είς περιπλανώμενος παράφρων, όστις ουδέν άλλο ζητεί, ή την εξόντωσιν εαυτού διά παντός μέσου, και ούτινος η γη της επαγγελίας είνε συνήθως το πλησιέστερον νεκροταφείον. Πιστεύεται, ότι διά του οίνου λησμονεί ο άνθρωπος τας συμφοράς του. Έσο βέβαιος ότι εάν ο οίνος έλειπεν από τον κόσμον, ουδέποτε ο άνθρωπος θα είχεν ανάγκην αυτού, διά να λησμονήση τας συμφοράς του.

Εργασία δεν έλειπε ποτέ εις την πτωχήν οικοδέσποιναν· και αν της έλειπεν, εδημιούργει, διότι αδύνατον της ήτο να κάθηται, ως έλεγε. Παρήρχετο δε ούτω η ώρα, και πάντοτε σχεδόν ήκουε χωρίς να περιμένη το σήμαντρον της Μητροπόλεως αγγέλλον την μεσημβρίαν. Αλλά την ημέραν αυτήν δεν ήθελεν η ώρα να περάση.

Από τα μικρά του χρόνια τίποτε άλλο δεν εζήλευσεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης παρά την θάλασσαν. Παις ακόμη, παιδάριον δεκαετές, ξεσκούφωτον, ξυπόλυτον, ξεμανίκωτον, κρυφά-κρυφά, εξετρύπωνεν από την πορτίτσαν του κατωγίου, σαν κοτόπουλο, όταν η μητέρα του έλειπεν εις τον φούρνον, και ίσα εις την θάλασσαν, να παίξη εις το γιαλό τα ψωμάκια, να πιάση καβούρια, να καραβίση.

Είδωλα και ξόανα θεών, τα μόνα άτινα είχον διασωθή εκ της φανατικής μανίας των μοναχών, σύμβολα και εμβλήματα αρχαία, βωμοί, θυμέλαι, θύρσοι, γλαύκες, ουδέν εκ των κλασσικών εμβλημάτων έλειπεν εκ του άντρου του Πλήθωνος. Οσάκις απεσύρετο ούτος εις το άντρον, επεθύμει να έχη πάσας ταύτας τας μυστικάς ψυχαγωγίας, αίτινες έτερπον το πνεύμα αυτού.

Ο γαμβρός, αφού απέκτησεν έν τέκνον, έλειπεν όλον τον καιρόν, Εταξίδευε λοστρόμος με τα καράβια. Ήτον φημισμένος ναυτικός, αλλά σπάταλος κ' αξένοιαστος. Τώρα τελευταία, είχεν αργήσει τρία έτη να έλθη εις τον τόπον.

Και ευρίσκοντας τον καιρόν αρμόδιον, που έλειπεν ο αυθέντης του, εμβήκεν εις την κατοικίαν της Ρεσπίνας, και άρχισε να της φανερώνη τον έρωτά του, και να την παρακινή διά να συγκλίνη εις την θέλησίν του.

Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις, 465 δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, τότε μου εφάνηκε η ψυχή του Αχιλληά Πηλείδη, και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, και του άψεγου Αντιλόχου, και του Αίαντα, οπούτην μορφή θα ενίκα και εις το σώμα τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. 470 ευθύς μ' εγνώρισε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη, και κλαίοντας μου ωμίΛησε με λόγια πτερωμένα• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τι άλλο φοβερώτερο θα επιχειρήση ο νους σου; 'ς τον Άδη πώς κατέβηκες, 'που οικούν οι πεθαμένοι, 475 άνοα φαντάσματα θνητών, 'πώχει αναπαύσει ο χάρος