Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Ο γαμβρός, αφού απέκτησεν έν τέκνον, έλειπεν όλον τον καιρόν, Εταξίδευε λοστρόμος με τα καράβια. Ήτον φημισμένος ναυτικός, αλλά σπάταλος κ' αξένοιαστος. Τώρα τελευταία, είχεν αργήσει τρία έτη να έλθη εις τον τόπον.

Τόσα χρόνια που εγύριζε στην ξενητειά, κ' εταξείδευε με ξένα καράβια, κατάλαβες, καμμίαν προκοπήν δεν είχεν ιδεί. Παραπάνω από λοστρόμος δεν κατώρθωσε να φθάση. Άλλοι σύντροφοί του, κατάλαβες, απέκτησαν σκούναις και βρίκια, και δυο-τρεις μάλιστα ευρίσκοντο το σήμερον με μπάρκα.

Ο λοστρόμος με τους άλλους ναύτες σήκωσαν σιγά-σιγά τον καπετάνιο και τον φόρτωσαν στον ώμο του Γερο-Φλώκου, ρίχνοντας του απάνω την κόκκινη τσέργα. Ο Μοναχάκης βογγούσε: «Αγάλια! αγάλια παιδιά! αγάλια και πονώ». Και πιάστηκε από το λαιμό του ναύτη. — Στο Κυρατσώ, καπετάνιο, να σε πάω στο Κυρατσώ την αδερφή σου, πούνε σιμά το σπίτι. — Κουράγιο, Μοναχάκη. Δεν έχεις τίποτε.

Μόλις βαστούσε στα πόδια του. Έκανε να πέση κάτω να σωριαστή. — Δε βαστάω πια. Θα πάω να γύρω λίγο. Ο λοστρόμος άρπαξε τη ρόδα του τιμονιού, από τα χέρια του Γερο- Φλώκου. — Γερο-Φλώκο, δώσ' ένα χέρι να βοηθήσης τον καπετάνιο να κατεβή. Ο Γερο-Φλώκος με τα κοκκαλιάρικα μα δυνατά του χέρια άρπαξε τον καπετάνιο από τη μέση. — Βαστάξου απάνω μου, καπετάνιο. Έννοια σου. Και κατέβαιναν.

Τέτοιο θάμα δεν τώχαμε ματαϊδή. Ο λοστρόμος τώχε ακουστά απ' τον πατέρα του. Φτάσαμε στον Περαία μαζί με την «Ευαγγελίστρα». Ξέρετε ποιος ήτανε ο Άη-Νικόλας; Κύριε Ελέησον. Ήτανε ο Παπα-Παρθένης. — Καλότυχο παιδί, πώς ταλές! Κι' άρχισαν τα γέλια οι γειτόνισσες. — Να με κάψη ο Θεός αν λέω ψέμματα. Η παπαδιά δεν γελούσε· έβραζε μέσα της. — Αυτά ήθελε, ο ευλογημένος!

Στο τιμόνι απάνω, ένας γέρος ψηλός, με το ράσο, με την άσπρη γενεάδα, που έφεγγε το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. Μείναμε ξεροί. Κάναμε το σταυρό μας. Μπήγει μια φωνή ο λοστρόμος: «Μέγας είσαι, ΚύριεΣαστίσαμε όλοι· τρέμαμε στα πόδια μας σαν τα καλάμια. «Δεν είδατε μωρέ το θάμαξαναλέει ο λοστρόμος. «Ο Άη-Νικόλας, κουμαντάρει το μπάρκο. Σύσσωμος απάνω στο τιμόνιΚάναμε το σταυρό μας.

Δυο μέρες τονέ γυρεύαμε. Πήγε κι' ο νους μου σε κακό, μην τονέ σκοτώσανε μαθές, μη σκοτώθηκε μοναχός του. Ο λοστρόμος με λυπήθηκε. «Να ιδής, μου λέει, καπετάνιε, πως μας τώστρηψε ο Αγγελής. Είνε γυρισμένος στην πατρίδα με το βαπόρι». Δεν έβαλα προσοχή στα λόγια του. Γιατί μαθές να γυρίση στην πατρίδα; Μήπως τον κακοπήραμε; μήπως του κακομίλησε κανένας; Εμείς τον είχαμε μη στάξη και μη βρέξη.

Ο λοστρόμος όσο έβλεπε τον καιρό να βαστάς το χαβά του και άκουε την τρούμπα που πολεμούσε να προφτάση τα νερά και τα τριξίματα του καραβιού στο σκαμπανέβασμα μουρμούριζε ολοένα, δυνατά τώρα, μιλώντας στον Γερο-Φλώκο: — Έλα, Χριστέ και Παναγιά, με τούτο το κακό. Βρε μάτια μου, Φλώκο, κατάλαβες πως αυτός ο χριστιανός βάλθηκε να μας πνίξη; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά.

Ο Μπαμπούκος ήτον γηραιός θαλασσινός, ο οποίος επί σαράντα χρόνους είχε γυρίσει όλην την Μαύρην και την Άσπρην θάλασσαν, την Μεσόγειον και μέρος του Ωκεανού, ως λοστρόμος με τα καράβια. Είτα είχε ζητήσει να λάβη σύνταξιν, αλλά τα «χαρτιά του δεν ήσαν καλά», του είπαν. Τώρα επήγαινεν ως σύντροφος με μισό μερίδιον, με τας λέμβους τας αλιευτικάς και πορθμητικάς.

Και σα θες να μάθης και περσότερα, οι κακές γλώσσες λένε πως απαντηθήκανε κρυφά πολλές φορές μες στις κουμαριές και πως και λόγο έδωκε μαθές της παπαδιάς για να την πάρη». Έκανα και πάλι το σταυρό μου. «Με γεια του, με χαρά του, λέω. Μα ποιος τον κυνηγούσε και τόσο βιάστηκε; Με το καλό θα γυρίζαμε μια μέρα». «Λογαριάζεις, μου λέει, ο λοστρόμος, καλή του ώρα!

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν