Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
— Τα παλάγκα στο διάκι γλήγορα, είπε ο λοστρόμος. Αρπάξανε αμέσως τα παλάγκα με τον Φλώκο και τάβαλαν στη θέσι τους. Δόξα σοι ο Θεός! Μια στιγμή έμεινε μονάχα ακυβέρνητο το καράβι και καθώς έπαιζε το τιμόνι, το διάκι χτύπησε το λοστρόμο στην πλάτη. Πόνεσε δυνατά, κι' άρχισε να μουρμουρίζη: — Και τώρα πού να ποδίσης; Πού να ποδίσης, δε μου λες;
— Απ' του Χάρου τα δόντια, είπε ο λοστρόμος. — Τώρα ν' αφήσουμε την «Αθηνά» και να πιάσωμε τον Μοναχάκη, είπε ο Γερο-Φλώκος. Τον πονούσε η ψυχή του. Έβαλε όλα τα γιατροσόφια του κάτω, μα του κάκου. Τον Μοναχάκη τον έψηνε η θέρμη στο στρώμα. Οι πόνοι τον έσφαζαν. ... Σε πέντε ημέρες, Κυριακή ημέρα, το απομεσήμερο ρίχνανε την άγκυρα στην πατρίδα.
Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, αγκαλιάζοντας με το μάτι την «Αθηνά», που σάλευε, γερόντισσα ετοιμοθάνατη, μέσα στη σκιά, σαν να ψυχομαχούσε. — Να πάμε, Μοναχάκη, είπε ο Μελιγκόνης, θα κρυώσης. — Άφησε τους, Μελιγκόνη, να τα πούνε. Άφησε τους να τα πούνε με την «Αθηνά», είπε σιγαλά ο λοστρόμος. Έχουν ανοίξει κουβέντα, μεγάλη κουβέντα. Ποιος ξέρει αν θα ξαναϊδή ο ένας τον άλλον! Μεγάλη κουβέντα!
Ο λοστρόμος έσκυψε το κεφάλι και τράβηξε στην πλώρη, γλυστρώντας απάνω στα νερά, που βρέχανε την κουβέρτα, από σχοινί σε σχοινί, να βασταχτή από το μπότζι. Τσιμουδιά δεν είπε. Μουρμούρισε μονάχα από μέσα του, σαλτάροντας χωρίς να το θέλη: — Τη δουλειά μου;... τη δουλειά μου. Όλη τη νύχτα το βάστηξαν έτσι, με τις κάτω γάπιες, παλεύοντας με το κύμα και το σκοτάδι.
Ο λοστρόμος ακουμπησμένος αριστερά στην κουπαστή, γαντζωμένος από ένα σχοινί, μια έβλεπε τη θάλασσα και μια τον Καπετάν-Μοναχάκη και κουνούσε το κεφάλι του. Το κρατούσανε τραβέρσο. Ο Μοναχάκης από το κάσσαρο κύτταζε στο πέλαγο, σαν να μετρούσε ακόμα τα κύματα ένα-ένα, περιμένοντας το τελευταίο. Το ένα πιο βουνό από τάλλο. Πλάκωναν σα θερία λυσσασμένα.
Νέος ακόμα ναύτης, λοστρόμος κ' έπειτα καπετάνιος δεν το αγαπούσε το κρασί. — Δεν το θέλω το κρασί. Δεν το κάνω χάζι. Με πειράζει. Βία να πιή ένα εκατοσταράκι στο φαγί του. Κι' αυτό με το νερό. «Βαπτισμένο», όπως έλεγε ο σύγγαμπρός του ο Παπα-Θανάσης. Ο Παπα- Θανάσης πάλι στο φαγί του δεν έπινε καθόλου, σταλιά. Όταν έμπλεκε όμως με παρέες ο Παπα-Θανάσης κατέβαζε τον Ιορδάνη.
Από παιδί μούτσος στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και τώρ' ακόμα πούχε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κ' έπιασε τους γιαλούς, με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «Μαχώ» — της μοναχοκόρης του τόνομα — , δεν άλλαζε όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι. Ο Στρατής το Στοιχειό με τόνομα.
Ο γραμματικός του Καπετάν Πασά είνε Χριστιανός, ομοεθνής μας, ο λοστρόμος Χριστιανός, σ' όλα τα καράβια είνε ασκέρι Χριστιανοί. Στη φεργάδα είνε το ένα τρίτο. Ο ιερεύς τον ήκουε σύννους. Ο Κουμπής εξηκολούθησεν: — Αν θέλης, παπά μου. Σ' επροτίμησα ως ενορίτη μου. Αν δεν θέλης, θα προσκαλέσω τον παπά-Φραγκούλη, τον σύντροφόν σου στον Χριστό, ή τον παπά-Δανιέλο απ' τον Άι-Νικόλα.
Ο λοστρόμος όμως το χαβά του. «Άκου με που σου μιλάω, καπετάνιο, μου λέει Το παιδί είνε βαρεμένο από αγάπη. Απ' τη στιγμή που σαλπάραμε, τα μάτια του δεν ξεκολλήσανε απ' το νησί, και σαν αφήσαμε το νησί πίσω μας, πάλε, με τη μπούσουλα τα μάτια του εκεί γυρνούσαν μες στο πέλαγο. Κάτι ξέρω που σου μιλάω. Το ξέρεις το μικρό σπιτάκι απάνω στην Ανάληψι, με την κλιματαριά απόξω.
Ο λοστρόμος αρπάχτηκε απ' την αρμαδούρα· λίγο και τον έπαιρνε η θάλασσα. — Όρτσα! φώναξε στον τιμονιέρη μουσκεμμένος. Η «Αθηνά» τινάχτηκε πάλι σαν παλληκάρι. Σακατεμένη ετούτη τη φορά. Ο Καπετάν-Μοναχάκης το καταλάβαινε. Οι πόνοι τον σουβλούσαν κι' αυτόν σαν καρφιά. — Πάει, κ' οι δυο σακατευτήκαμε, είπε τρίβοντας τη μέση του. Σώθηκαν τα ψέματα. Ο Θεός να βάλη το χέρι του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν