United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λεν πως πρέπει ο χρόνος να σωθή, για να γίνη το κακό. Αχ! γιατί ο πατέρας να πεθάνη; Να ζούσε, θα είμαστε δεκατέσσερεις. Πρόπερσι πέθανε· μεγάλωσαν τα παιδιά και μας τάβαλαν πια κι αφτά στο τραπέζι μαζί μας. Έτσι θέλησε ο παπούς. Έτσι το θέλησε η κακή μου η τύχη! Η μητέρα μου τόλεγε πέρσι. Είχε δίκιο. Όχι! δεν την άκουσα. Να μην καθήσουνε στο τραπέζι δεκατρείς. Δεν την άκουγα και γελούσα.

Τα κρέατα, αφού τάψησαν και τάβρασαν, τάβαλαν εκεί κοντά στο λιβάδι ανάμεσα σε χόρτα και το τομάρι με τα κέρατά του το κάρφωσαν επάνω στο πεύκο κοντά στο άγαλμα, ποιμενικό τάμα σε ποιμενικό θεό· ξεχωρίσανε γι' αυτόν και τα καλύτερα κρέατα κ' εχύσανε μούστο από μεγαλύτερη κροντήρα· ετραγούδησε η Χλόη κι ο Δάφνης έπαιξε το σουραύλι.

Τα παλάγκα στο διάκι γλήγορα, είπε ο λοστρόμος. Αρπάξανε αμέσως τα παλάγκα με τον Φλώκο και τάβαλαν στη θέσι τους. Δόξα σοι ο Θεός! Μια στιγμή έμεινε μονάχα ακυβέρνητο το καράβι και καθώς έπαιζε το τιμόνι, το διάκι χτύπησε το λοστρόμο στην πλάτη. Πόνεσε δυνατά, κι' άρχισε να μουρμουρίζη: — Και τώρα πού να ποδίσης; Πού να ποδίσης, δε μου λες;

Άλλα πάλι έπιασαν τις χιονισμένες καμάρες, και τους φούρνους τους καπνισμένους στους τοίχους τους και χιονισμένους απάνω, ταγκωνάρια τα λαδωμένα τω λιτριβειών, τις χτιστές κολώνες, τα μεγάλα και κυκλόβολα δεντρικά· όλα ασπροντυμένα, αφρόχυτα και μαγικά μες την κρινόλεφκη, παρθένα φορεσιά τους, και τάβαλαν μπαστούνες στον εχτρό, καλοπροφυλαγμένες κι απολέμητες.

Κι' άμα στη μέση τάβαλαν της συντυχιάς, σηκώθη τ' Ατρέα ο γιός· και πάει κοντά ο κράχτης του ο Ταρθύβης, 250 κράχτης με θεϊκιά φωνή, βαστώντας το γουρούνι.