Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Εκύταζε το πουλί και δεν έπαυε να μουρμουρίζη σαν αδικοτυρανισμένη και πολύπαθη ψυχή: — Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο. πειρασμέ! Τι θες μωρέ από μένα, άθεε!... Φεύγα αποπάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με, φαμελίτη άνθρωπο να βγάλω το ψωμί μου!...

Ας μουρμουρίζη ελαφρά κρυστάλλινο νερό, αρώματα και μουσική η αύρα ας μου φέρη, κι' αλλόκοτα τριγύρω μου λουλούδια ας θωρώ, όπου κανείς βοτανικός της γης να μην τα ξέρη. Κρασί μοσχάτο ας πηδά εκεί όπου θα ψάλλω, μα νάναι πιο καλλίτερο κι' από κρασί Μαδέρας· να ήναι νέκταρ, ούτ' αυτό.. . να ήναι κάτι άλλο, που ούτ' εδώ να πίνεται, αλλ' ούτε 'στους αστέρας.

Η μάγισσα αφού και αφηκράσθηκε την Δειλνοβάτζην, της είπεν· όχι, όχι, δεν είνε χρεία να εξηγηθής την επιθυμίαν σου, η οποία πολλά μου είνε γνωστή· και έτσι λέγοντας επήγε και επήρε δύο γαράφες, και τες έφερεν έξω από το σπήλαιον, και αποθέτοντάς τες εις την γην, έρριξεν εις κάθε μίαν από αυτές ένα δακτυλίδι χρυσόν, και τον ίδιον καιρόν άνοιξε το βιβλίον της, και άρχισε να κάνη εξορκισμούς φοβερούς, και να μουρμουρίζη διάφορα λόγια μαγικά, που έκαναν φόβον και τρόμον.

Τώρα θυμούμαι τι μου έλεγεν η μητέρα μου χθες όταν εγύρισα στο σπίτι• Πάμφιλε, μου έλεγε, ο συνομήλικός σου ο Χαρμίδης, ο γυιός του γείτονα του Αρισταινέτου, εφρονίμεψε και παντρεύεται• και συ έως πότε θα ζης με μια εταίρα; Την ήκουα με μισό αυτί να μουρμουρίζη αυτά και άλλα και αποκοιμήθηκα. Το πρωί δε εσηκώθηκε πολύ ενωρίς και όταν επερνούσα δεν είδα τίποτε απ' αυτά που είδε αργότερα η Δωρίς.

Και στερνά στερνά η βραδινή, η τρομερή η βραδινή κάτω στο καπελιό, όλο το χωριό να τους κοιτάζη και να μουρμουρίζη, και κεινού να πέφτη το πρόσωπό του από ντροπή, κ' ύστερα να ξανανεβαίνουνε στης Μιχάλαινας και να ξαναρχίζουν το γλέντι αντίς να μοιρολογάνε, που πάει και πάει η τιμή τους. . .Αχ! ξεφωνίζει μια, απάνω στο φριχτό αυτό στοχασμό, και συνεφέρνει με το βουητό του αναστεναγμού του.

Ο Λιγειεύς έφερεν όπισθεν της κεφαλής του τον βραχίονα τον ροπαλοειδή και ήρχισε να μουρμουρίζη, τρίβων τον τράχηλόν του εν αμηχανία. Όσον ήτο δυνατόν, θα προσεπάθει να . . . Αλλ' εάν δεν είναι δυνατόν; . . . Ανάγκη εν τοσούτω να την αρπάση!

Τα παλάγκα στο διάκι γλήγορα, είπε ο λοστρόμος. Αρπάξανε αμέσως τα παλάγκα με τον Φλώκο και τάβαλαν στη θέσι τους. Δόξα σοι ο Θεός! Μια στιγμή έμεινε μονάχα ακυβέρνητο το καράβι και καθώς έπαιζε το τιμόνι, το διάκι χτύπησε το λοστρόμο στην πλάτη. Πόνεσε δυνατά, κι' άρχισε να μουρμουρίζη: — Και τώρα πού να ποδίσης; Πού να ποδίσης, δε μου λες;

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν