United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός δε-—διότι πλέων πλησίον του πλοίου ήκουα πάντα τα λεγόμενα επ' αυτούΑφού ελάβετε αυτήν την απόφασιν, είπεν, αφήσατέ με τουλάχιστον να στολισθώ, να ψάλω ένα θρήνον προς τον εαυτόν μου και να πέσω μόνος μου εις την θάλασσαν. Οι ναύται του έδωκαν την άδειαν, αυτός δε, αφού έψαλε κάτι πολύ συγκινητικόν, έπεσεν εις την θάλασσαν διά να πνιγή.

Ας έμενες εις την Αζόφ κι' ας είχα και συνάχι, κι' ως Κάιν ας 'τουρτούριζα εις παγετών στιβάδας· συ, Βέρα, ήσουν έμπνευσις, συ Μούσα μου μονάχη, και την φυγήν σου έκλαυσα με Ιερεμιάδας. Και ήκουα των ποιητών και πάλιν τας φωνάς: «Πώς τον καιρό σου, μ' έλεγαν, εδώ αδίκως χάνεις; τι κάθεσαι, ταλαίπωρε, κι' αέρα κοπανάς; συ εγεννήθης ποιητής, για έμπορος δεν κάνεις.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μη συλλογείσαι τόσον αυτά τα πράγματα, ειδέ ίσως μας έλθη τρέλλα! ΜΑΚΒΕΘ Μ' εφάνη 'σάν να ήκουα μίαν φωνήν να κράζη: «Ύπνον δεν έχειςτο εξής!

Την ενάτην Μαρτίου , προς το απόγευμα, τεσσαράκοντα περίπου πλοία εφάνησαν εις το πέλαγος αντικρύ μας και διεδόθη από οικίας εις οικίαν η είδησις ότι έρχονται οι επαναστάται. Εκ του υπερώου της οικίας μας έβλεπα τα πλοία πλησιάζοντα προς τον λιμένα μας, και ήκουα εις το φρούριον κρουόμενα τα τύμπανα εις σημείον κινδύνου. Οι Τούρκοι εκλείσθησαν περιμένοντες την έφοδον.

ΕΡΜ. Το ξέρω και έτρεμα όταν σε ήκουα να αγορεύης και μάλιστα όταν εφοβέριζες να ανασύρης εκ των θεμελίων της την γην και την θάλασσαν και να την σηκώσης μαζί με όλους τους θεούς διά της χρυσής εκείνης αλυσίδας.

ΕΡΜ. Και πώς ξέρεις εσύ Όμηρον, που ήσουν πάντοτε ναύτης και κωπηλάτης; ΧΑΡ. Βλέπω ότι έχεις πολύ κακήν ιδέαν για μας τους ναυτικούς. Αλλ' εγώ, όταν πέθανε ο ποιητής και τον πήρα, τον ήκουα ν' απαγγέλλη πολλά εκ των ποιημάτων του και ενθυμούμαι ακόμη μερικά, μολονότι την ημέραν εκείνην είχαμε τρικυμίαν μεγάλην.

Ο Ζευς εκάθησεν επί της πρώτης και αφαιρέσας το σκέπασμα έδωκεν ακρόασιν εις τας ευχάς των ανθρώπων. Ηύχοντο δε εξ όλων των μερών της γης και εζήτουν πολλά και διάφορα• διότι έσκυψα και εγώ και ήκουα συγχρόνως με τον Δία τας ευχάς, αι οποίαι ήσαν τοιαύται• Ω Ζευ, βοήθησε με να γείνω βασιλεύς. Ώ Ζευ κάμε να φυτρώσουν τα κρεμμύδια και τα σκόρδα μου. Ω θεοί, θέλω ν' αποθάνη ταχέως ο πατέρας μου.

Έβλεπα ακόμη αυτά τα χείλη ν' αποστάζουν την απόφασιν, ήτις καθώριζε το μέλλον μου. Τα έβλεπα συσπώμενα εν τη διατυπώσει της θανατικής αποφάσεως. Τα έβλεπα ν' αρθρώνουν τας συλλαβάς του ονόματός μου και εφρικίων διότι, δεν ήκουα κανένα ήχον.

Διεκοίνωσα τον σκοπόν μου εις την μητέρα μου, ήτις επροσπάθησε παντοίοις τρόποις να με αποτρέψη, φοβουμένη μη κακοπάθω. Αλλ' η απόφασίς μου ήτο ακλόνητος. Έβλεπα τους κινδύνους, επειθόμην ότι ήτο παράτολμον το επιχείρημα, αλλ' ακατάσχετος τις ορμή με ώθει προς εκτέλεσίν του και δεν ήκουα τους λόγους της μητρός μου.

Αλλ' όμως ο πολύς λαός τους σέβεται και τους ακούει, όταν μάλιστα δεν έχει τίποτε καλλίτερον να κάμη, και το θράσος και ο θόρυβός των φαίνεται ότι ευχαριστεί τον όχλον. Εγώ όμως απ' αυτά που έβλεπα και ήκουα συνέλαβα την ιδέαν ότι είνε ασκοί φουσκωμένοι με αλαζονίαν και μου έκανε κακόν ότι ομοιάζομεν κατά τα γένεια.