United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Νεολόγος εφημερίς της Κωνσταντινουπόλεως, είχεν ξαναγράψει με πένθος τα ναυάγια εκείνα προσθέσας και τα ονόματα των Ελληνικών πλοίων και τους λιμένας εις ους ανήκον, ενός δε και τα ονόματα των ναυτών του πληρώματος. Το πλοίον, το τελευταίον τούτο, ανήκεν εις τον λιμένα του Γαλαξειδίου διακρινόμενον διά τα ωραία και μεγάλα αυτού ιστιοφόρα.

Είχε καλήν συντροφίαν. Έπειτα συνήντησεν αρκετούς γεωργούς ερχομένους διά την μεγάλην εορτήν εις την κώμην. — Πού πας τέτοια ώρα, θεια Μυγδαλίτσα; της είπον. — Κάτι άργησες, θεια Μυγδαλίτσα! προσέθηκαν άλλοι. — Θα σε πιάσουν τα Σκαλικαντζούρια! της είπεν άλλος ποιμήν. Η τελευταία αύτη παρατήρησις την εφόβισεν ολίγον. Ήδη απέκλινε πλέον προς το όπισθεν του βουνού. Έχασε και πόλιν και λιμένα.

Προσέτι ο παπά- Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπάρμπα-Στεφανήν να περάση από τα σπίτια δύο εμποροπλοιάρχων φίλων του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρίσκετο, ολίγον κρέας &σαλάδο&, εξ εκείνου το οποίον μαγειρεύρουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μακρούς πλους.

Αλλ' οι Αθηναίοι εισήλθαν γρήγορα εις εξήκοντα πλοία, και διά μεν των εικοσιπέντε εναυμάχησαν προς τα τριάκοντα πέντε των Συρακουσίων, τα οποία ήσαν εις τον μεγάλον λιμένα, διά δε των επίλοιπων εξήλθαν προς συνάντησιν εκείνων, τα οποία εξελθόντα του νεωρίου περιέπλεαν.

Ήδη είχον φθάσει εις το στόμιον του λιμένος, και ευρίσκοντο αναμέσον του κρημνώδους ακρωτηρίου, το οποίον εφαίνετο σχηματισθέν διά σεισμού ή καταποντισμού, αποτόμως διακόψαντος την χλοάζουσαν του βουνού αρμονίαν, και των δύο ή τριών νησίδων, αίτινες έφραττον νοτιανατολικώς τον λιμένα.

Βοηθάτε με, για το Θεό, παιδιά! βοηθάτε με, εφώναζε την νύκτα εκείνην, οπού είχε σηκωθή μία αγρία παλαβονοτιά, αναστατώσασα όλον τον λιμένα της μικράς νήσου, ο οποίος είνε εκτεθειμένος εις την μανίαν της.

Εν τούτοις, επειδή επιέζοντο και επειδή συγχρόνως τα πλοία τα πάμφθηνα υπό του Κλέωνος περιέπλεον εις τον λιμένα, ο Πασιτελίδας φοβηθείς μήπως τα πλοία προφθάσουν και καταλάβουν την πόλιν, η οποία ήτο έρημος, και μήπως, εάν εκυριεύετο το περιτείχισμα, συλληφθή και αυτός, εξήλθε και έτρεξε με βίαν προς την πόλιν.

Η πρωτεύουσα πόλις ήτο εις μίαν τοποθεσίαν ωραιοτάτην παραθαλάσσιον, με ένα θαυμάσιον λιμένα, επειδή ήτο το κέντρον όλου του βασιλείου· είχεν ένα μεγάλον ταρσανάν με πολλά καράβια της αρμάδας.

Καιρός διά ψάρευμα δεν ήτο πλέον. Η βάρκα δεν εφάνη να γυρίση. Οι ναυτικοί έλεγον ότι ο άνεμος δεν θα επέτρεπε να πλησιάσουν οι τρεις αλιείς εις την απέναντι στερεάν, αλλ' ή θα ευρίσκοντο τρυπωμένοι είς τινα μικράν αγκάλην της ακτής της νήσου, ή έπρεπε να ερριψοκινδύνευσαν να επαναπλεύσουν εις τον λιμένα. Πιθανόν να ήσαν εις το πέλαγος.

Όμιλοι παμπληθείς από τα υψώματα της άνω Γειτονιάς εθεώρουν προς την παραλίαν και τον λιμένα, και μία βοή αόριστος ανέβαινε προς τα επάνω. Ταύτης ενωτισθείς και ο γέρων ήρχισε να ακροάται μετά προσοχής, όταν ακούωνται φωναί. — Ήλθεν ο Μοναχάκης! Ήλθεν η σκούνα του Μοναχάκη! — Τι; Τι; εψιθύρισεν ο γέρων· και με ένα άλμα νεανικόν ευρέθη αίφνης όρθιος. Εκείνος ο ποδαλγός!