United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγουν δε ακόμη ότι το μεν αγαθόν είναι ωρισμένον, η δε ηδονή αόριστος, διότι επιδέχεται αυξομείωσιν.

Αλλ' η αθυμία, ην είχον εισερχόμενος εις αυτόν, δεν μοι επέτρεψε να περιεργασθώ τίποτε. Μία αόριστος ανησυχία, έν κρυφόν προαίσθημα αγνώστου τινός δυστυχήματος εκυρίευε την καρδίαν μου.

Ως αόρατος δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρεούσης οικίας, ως αόριστος τραγική ειρωνεία επί της τύχης της, έμενε το όνομα : «της Κοκκώνας το Σπίτι». Μνημούρια του Φερήκκιοϊ κ' ολόρθα κυπαρίσσα . . . Έχασα την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα.

Τέλος μετά έτος και πλέον, ηκούσθη μία αόριστος φήμη, ότι ο Μώρος διέπραξε φόνον εντός του πλοίου, με το οποίον αρμένιζε. Αι αδελφαί του, όταν το ήκουσαν, εις τον κόσμον είπαν ότι δεν ηξεύρουν τίποτε, και ολοψύχως ηύχοντο να ήτο ψευδής η φήμη. Αλλ' η μήτηρ ενδομύχως επίστευεν εις το αληθές της ειδήσεως. Ολίγας ημέρας ύστερον, έλαβον επιστολήν φέρουσαν την ταχυδρομικήν σφραγίδα Χαλκίδος.

Αναμφιβόλως ο κρούων, δεν έκρουε δι' ώτα ανθρώπου· έκρουε διά ν' ακουσθή από κάποιαν ψυχήν, ήτις ουδέποτε εις την ακοήν της απατάται, ήτις δεν έχει ανάγκην συλλαβών, λογικώς τοποθετημένων, ούτε ρυθμού, υπαγομένου εις κανόνας, όπως διεγερθή. Και ήρκεσεν είς αόριστος ήχος, όστις διά τους άλλους δεν θα έλεγε τίποτε, ίνα λαλήση εις την ψυχήν μου πολλά.

Είντά 'παθα; Είντα κατασκέπαση 'ν' αυτή που μ' έπιασεΚαι διακόπτουσα την ανθοσυλλογήν, εστέκετο ακίνητος επί αρκετήν ώραν και παρετήρει κάτω εις την ανοικτήν έκτασιν των λιβαδιών, χωρίς να βλέπη τίποτε, αφηρημένη, με το βλέμμα κενόν. Αόριστος ανησυχία περιέσφιγγε την καρδίαν της.

Προτού εξακολουθήσωμεν την αφήγησίν μας, ας σταματήσωμεν επί στιγμήν να εξετάσωμεν τίνες ήσαν οι οδοιπόροι εκείνοι της Ανατολής, και τι δύναται να εξακριβώση η ιστορία σχετικώς προς την μυστηριώδη αποστολήν των. Η λέξις «Μάγοι», διά της οποίας χαρακτηρίζονται εν τω κατά Ματθαίον Ευαγγελίω, είνε εντελώς αόριστος.

Η φωνή του είχε γίνει βαρεία και υπόβραχνος, ως η φωνή των πετειναρίων, τα οποία αρχίζουν να κοκκορεύωνται. Αλλ' αφού παρήλθεν η πρώτη χαρά και συνήθισεν εις την ανακάλυψιν, ήρχισε να χάνη την μέχρι τούδε γαλήνην του βίου του. Μία αόριστος ανησυχία τον κατελάμβανεν, ως να του έλειπε κάτι τι, το οποίον δεν εγνώριζε και το οποίον δεν ηδύνατο να μαντεύση.

Ησθανόμην ότι ήμην εν τω οίκω μου, και η αόριστος παρουσία του φύλακος Αγγέλου μ' επροστάτευε. — Ποίος είσαι; είπον προς τον άγνωστον. — Ξένος, απήντησεν ούτος. — Τι θέλεις; — Θέλω να σ' ερωτήσω κάτι. — Και πώς ευρέθης εδώ; Ο άγνωστος δεν απήντησε. — Σ' ερωτώ πώς ευρέθης εδώ, επανέλαβον οργίλως. Και διά ποίας θύρας εισήλθες; — Μη με ερωτάς, απήντησε θρασύς ο άγνωστος.

Ενώ επλησίαζα ένα κομμάτι ψωμιού προς τα χείλη μου, μία ιδέα αόριστος, ιδέα όμως αντιπροσωπεύουσα χαράν και ελπίδα με κατέλαβεν. Εν τούτοις τι με συνέδεε πλέον με την ελπίδα; Καθώς είπα, ήτο μία αόριστος ιδέα. Δεν είναι δε σπάνιον να συλλαμβάνη τις ιδέας ασυμπληρώτους. Η ιδέα αύτη όμως υπήρξε θνησιγενής. Εις μάτην προσπαθούσα να την συμπληρώσω, να την αναζωογονήσω.