United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας. — Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα του! Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την θέσιν ταύτην τη άδεια της αστυνομίας.

Είντά 'παθα; Είντα κατασκέπαση 'ν' αυτή που μ' έπιασεΚαι διακόπτουσα την ανθοσυλλογήν, εστέκετο ακίνητος επί αρκετήν ώραν και παρετήρει κάτω εις την ανοικτήν έκτασιν των λιβαδιών, χωρίς να βλέπη τίποτε, αφηρημένη, με το βλέμμα κενόν. Αόριστος ανησυχία περιέσφιγγε την καρδίαν της.

Κατ' επανάληψιν ήλθον από το μέρος των ανδρών θυμωμένα «σσσ!», αλλ' η χήρα, επί μικρόν διακόπτουσα την φλυαρίαν της, επανήρχιζεν ορμητικωτέρα, ενώ η κόρη της, συσφίγγουσα τα λεπτά της χείλη, επεδεικνύετο στυλωμένη εις το μέσον της εκκλησίας, ως επιτάφιος. Εις τους άνδρας το κρινολίνον έκαμεν απλώς αστείαν εντύπωσιν.

Να παίζη ο κόντρας, βρε Γιάννη! Ακούεται αίφνης, διακόπτουσα τους ψιθυρισμούς της ψυχής, η τραχεία φωνή του πλοιάρχου ως ονειρευθέντος εκεί υπό την αναισθητούσαν χλαίναν του. Και ο Γιαννάκης μετά προσοχής θεωρεί τον μόλις εν τω ύψει και τη νυκτί διαγραφόμενον, ως φαιόν νέφος, κόντραν, προς τας κινήσεις του οποίου κανονίζεται η ευθυπλοΐα.

Καλότα! προσφωνεί τα τέκνα της η κυρία Πηνελόπη, διακόπτουσα επί στιγμήν την χαρτομαντικήν αυτής. Πώς περάσατε; ήτον κόσμος πολύς; πώς επήγεν η παράστασις; — Ωραία, μαμά! απαντά η δεσποινίς Ασπασία εις την πρώτην μητρικήν ερώτησιν.

Αι! δόξα σοι ο Θεός! είπεν αίφνης, διακόπτουσα μεγαλοφώνως τας σκέψεις της και σταυροκοπουμένη. Απορούσα δε, ότι ο Δημήτρης δεν επανήρχετο, ανέλαβε πάλιν ανεπαισθήτως τον ειρμόν του τερπνού της ονείρου. — Θάκανα ένα φουστανάκι της Ελένης μου, εξηκολούθησε διαλογιζομένη, και θάστελνα και τον Νικολή μουτο σχολειό να μη μείνη στραβό το καϋμένο, και με βλαστημάη μια μέρα.

Δεν θα πας σήμερα σε δουλειά; ηρώτησεν αίφνης, διακόπτουσα το έργον της και ανακύπτουσα η Μαριώ. — Τώρα πειά; πέρασε η ώρα. Έπειτα έχομε και να μιλήσωμε, γυναίκα . . . πρέπει να ιδούμε τι θα κάμωμε . . . — Έχομε καιρό . . . να μιλήσωμε, απήντησεν εκείνη μελαγχολικώς, ενθυμουμένη τα νυκτερινά. Σήκω τώρα! σήκω! Πήγαινε να πάρης λίγο αέρατο παζάρι . . . να ψωνήσης κι' όλα.

Καλησπέρα σας, κύριε Σουσαμάκη, υπολαμβάνει διακόπτουσα η κυρία Ευφροσύνη, εισερχομένη και αυτή θριαμβευτικώς εις την αίθουσαν και ισταμένη πλησίον του λαμπτήρος, όπως σπινθηρίζωσιν κάλλιον οι αδάμαντές της. Πώς είσθε; η κυρία είνε καλά; είμεθα έτοιμοι, βλέπετε . . .

Η γραία όμως περισσότερον μνησίκακος, διακόπτουσα ταύτην αποτόμως, έλεγε: — Το κεφάλι του, πες! Και υπερασπίζουσα τους πτωχούς χωρικούς, προσέθετεν: — Ήθελε να πλουτήση από το λάδι. Μα το λάδι του φτωχού είνε ανακατωμένο με το αίμα του και είνε κακοχώνευτο. Να κάμη μια δουλειά να ζήση, 'σαν άνθρωπος, όχι να μοιράση τα λεπτά του, ν' αδειάση τα χέρια του, και να κρατή ύστερα τον ναργιλέ του!