Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Μετ' ολίγον όλαι αι ράχεις, πεπληρωμέναι μικρών φώτων, εφεγγοβόλουν εδώ κ' εκεί, εν μέσω της σκοτίας, ως αδάμαντες πολυάριθμοι. Από εκάστης καλύβης τα καρυοφύλλια κ' αι ασημοπιστόλαι ήστραπτον κ' εβρόντων και αι σφαίραι διεσταυρούντο εις τα ύψη συρίζουσαι.

Οι αδάμαντες της γης είνε το πρώτον ερωτικόν δάκρυ των πρωτοπλάστων· δύναταί τις να είπη, ότι εις το δάκρυ τούτο ρευστοποιείται η ψυχή ολόκληρος, όπως συνελκύση ασφαλέστερον την ύλην προς την ύλην, όπως εμφυσήση αληθή ζωήν και σφρίγος εις το τέως αυτόματον, του ανοίξη, ως διά μαγείας, την χρυσήν πύλην του ναού της φύσεως, και φέρη αυτό γονυπετές προ του βωμού του Αιωνίου.

Ο Μανώλης δεν είχε προσέξη έως τότε εις τον ελαφρότατον χνουν ο οποίος επήνθει εις το επάνω χείλος της Πηγής. Τουλάχιστον δεν του είχε κάμη την εντύπωσιν ελαττώματος· μάλλον χάριν και θέλγητρον έβλεπεν εις αυτό. Και όταν εις το χνούδι εκείνο εμάρμαιρον λεπτοί αδάμαντες ιδρώτος, τον κατελάμβανε τρελλός πόθος να ροφήση μ' έν φίλημα την δρόσον εκείνην του κάλλους της.

Απήντησε, στενάξασα, η γρηά Αχτίτσα, προσπαθούσα να ημιεγερθή από του σακκίου. — Έλα τώρα! ήρχισε παραπονουμένη η Φουλίτσα. Πώς να βρέξης το στόμα σου! Και απέμεινε κατηφής, ως ει εμέτρει έναν-έναν τους κόμβους, τους οποίους τόσον φιλαργύρως, ως να ήσαν αδάμαντες, παρείχεν εις τον διψώντα του Βασίλη η βρύσις.

Ομοιάζομεν κατά τούτο προς την έκθετον νύμφην, εφ' ης μάτην εκένου την εσπέραν εκείνην η φύσις πλήρεις τους θυλάκους των δώρων της, δι' ην μάτην εσκόρπιζεν αρώματα η αύρα, και μάτην έψαλλεν η αηδών και μάτην επέτελλον του ουρανού οι αδάμαντες.

Και του ήρχετο ηρέμα και γλυκά εις την ανάμνησιν η ωραία παπαδοπούλα, η οποία ζώσα επεριποιείτο το εξωκκλήσιον. Και παραδόξως ήρχισε να μη αισθάνεται πλέον την παλαιάν θλίψιν. Ο πόνος εις την καρδίαν του εγένετο γλυκύς και τα δάκρυα οπού εσχηματίζοντο εις τα μάτια του δεν ήσαν θολά πλέον, αλλά στιλπνά και λαμπρά ως αδάμαντες, εκείνα που ονομάζουν οι ασκηταί χαρμολύπης δάκρυα.

Εξ άλλου ο παράφορος έρως του έπρεπε να κορεσθή. Εχόρευσεν ως αι Ιέρειαι των Ινδιών, ως αι κόραι των καταρρακτών της Νουβίας, ως οι Βαχάνται της Λυδίας. Ανεστρέφετο από όλα τα μέρη, ομοία με άνθος το οποίον κλονίζει η καταιγίς. Οι αδάμαντες των ενωτίων της απήστραπτον, και επήδων, το μεταξωτον ύφασμα ηκτινοβόλει εις τους ώμους της εις μυρίας αποχρώσεις.

Καλησπέρα σας, κύριε Σουσαμάκη, υπολαμβάνει διακόπτουσα η κυρία Ευφροσύνη, εισερχομένη και αυτή θριαμβευτικώς εις την αίθουσαν και ισταμένη πλησίον του λαμπτήρος, όπως σπινθηρίζωσιν κάλλιον οι αδάμαντές της. Πώς είσθε; η κυρία είνε καλά; είμεθα έτοιμοι, βλέπετε . . .

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν