United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε δε οι Φωκείς εστράτευσαν εις Δωρίδα, μητρόπολιν των Λακεδαιμονίων, κατά του Βοιού, του Κυτινίου και του Ερινεού, και εκυρίευσαν μίαν εκ των μικρών τούτων πόλεων, οι Λακεδαιμόνιοι, υπό την στρατηγίαν Νικομήδους του Κλεομβρότου, κηδεμόνας του νεαρού εισέτι βασιλέως Πλειστοάνακτος του Παυσανίου, εβοήθησαν τους Δωριείς μετά χιλίων πεντακοσίων οπλιτών Λακεδαιμονίων και δεκακισχιλίων συμμάχων, και αναγκάσαντες τους Φωκείς να αποδώσωσι την πόλιν διά συνθήκης απεχώρησαν πάλιν.

Ο Ηράκλειος είχε να πολεμήση προς εχθρόν, ο οποίος κατείχε στρατιωτικώς όλας τας Ασιατικάς χώρας του κράτους, το δε μέτωπον του στρατού τούτου ήτο ακριβώς απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως. Ο αυτοκράτωρ επερχόμενος κατά του εχθρικού στρατού ηδύνατο να το προσβάλη κατά μέτωπον μετά των μικρών του δυνάμεων.

Μια χειμωνιάτικη νύχτα, που το χιόνι στοιβαζότανε γύρω στην καλύβα, πέθανε η γυναίκα κι όταν μια μέρα σήμανε η ώρα και για το γέροντα, τα παιδιά κληρονομήσανε τα δυο σπιτάκια στην άκρη του δάσους, τη βάρκα και το ψαράδικο καλύβι κάτω στη θάλασσα. Μα στα βραχόνησα υπάρχουν κάποιες ιστορίες και μια από αυτές είναι κ' η ιστορία των μικρών κόκκινων σπιτιών στην άκρη του δάσους.

Αλλ' αύτη τον εκράτει με όλην την δύναμίν της. — Πατέρα, έκραξε μετά δακρύων, πατέρα! — Τι έχεις, κόρη μου; Η μικρά ήρχισε να ολολύζη. — Πατέρα, μη με φονεύης, έλεγε μετά λυγμών. Ο άνθρωπος εκείνος εφάνη ότι συνεκινήθη· αλλ' όμως κατέπνιξε το αίσθημα τούτο και απήντησεν·Όχι κόρη μου, υπάρχει αθανασία! Και προσεπάθησε πάλιν ν' απαλλάξη τον τράχηλόν του από της περισφίγξεως των μικρών βραχιόνων.

Η οδός επερνούσε από την ορμητικήν Λουτσίνην, η οποία διά πολλών μικρών χειμάρρων εξορμά από το μαύρον βάραθρον του Παγώνος του Γκρίντελβαλντ. Ως γέφυραι εδώ χρησιμεύουν ριγμένοι κορμοί δένδρων και ογκώδεις πέτραι.

Μόνον προς τα εκεί σχηματίζονται όρμοι, καταφύγια εν χειμώνι των αλιευτικών λέμβων και άλλων μικρών πλοιαρίων, άτινα εν τρικυμία ουδέ να προσεγγίσωσιν είναι δυνατόν προς τας ακτάς ταύτας.

Φοβόταν, αλλά για τίποτε στον κόσμο δεν θα εγκατέλειπε τον τυφλό. Έμεινε εκεί μια ώρα, δυο, τρεις. Ο τόπος ήταν έρημος: ο κόσμος ήταν κάτω, στο πανηγύρι, και το χωριό σ’ εκείνη τη γωνιά έμοιαζε ακατοίκητο. Ο ήλιος έπεφτε επάνω στις στέγες από σχίζες των μικρών, χαμηλών και φτωχικών σπιτιών που έμοιαζαν με καλύβες.

Τόσον βασιζόμενοι εις την παρούσαν ευτυχίαν είχαν την αξίωσιν ότι, τίποτε δεν ημπορούσε να τους αντισταθή, αλλ' ότι και μετά μεγάλων και μετά μικρών μέσων έπρεπεν ομοίως να εκτελούν ό,τι ήτο δυνατόν και ό,τι ήτο αδύνατον. Αιτία δε τούτου ήτο η ανέλπιστος επιτυχία εις τας πλειοτέρας των επιχειρήσεις, η οποία τους έκαμνε να εκλαμβάνουν την ελπίδα ως πραγματικότητα.

Αλλ' αναχωρούσα μου αφήκεν ένα σταυρόν, τον οποίον μόνη της κατεσκεύασεν εκ μικρών κλάδων. Εξυπνήσας εύρον τον σταυρόν τούτον παρά την κλίνην μου. Τον φυλάττω μεταξύ των θεών μου και χωρίς να δύναμαι να εννοήσω διατί, τον πλησιάζω μετά φόβου και σεβασμού, ως να είναι θείον τι πράγμα.

Όλη εκείνη η περιφέρεια εκ λοφίσκων κυματοειδών και μικρών κοιλάδων, πλουσία εις βλάστησιν και εις νερά, κατέχει την μεσημβρινήν πλευράν του δήμου Βουπρασίων.