United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φοβόταν, αλλά για τίποτε στον κόσμο δεν θα εγκατέλειπε τον τυφλό. Έμεινε εκεί μια ώρα, δυο, τρεις. Ο τόπος ήταν έρημος: ο κόσμος ήταν κάτω, στο πανηγύρι, και το χωριό σ’ εκείνη τη γωνιά έμοιαζε ακατοίκητο. Ο ήλιος έπεφτε επάνω στις στέγες από σχίζες των μικρών, χαμηλών και φτωχικών σπιτιών που έμοιαζαν με καλύβες.

Μάννα και γυιός, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο, κάθονταν στην άκρη του τραπεζίου μελαγχολικοί, και περίμεναν τον παπά-Νικόλα να ευλογήση και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπά-Νικόλας αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του Γεωργάκη.

Ο ναύτης τρέχει αβάσταχτος μέσα στα χαλάσματα, αντιμετωπίζει το θάνατο για ναύρη χρήματα, βρίσκει, τα παίρνει, μεθά, κι' αφού κοιμήθηκε για να χωνέψει το κρασί, αγοράζει την εύνοια της πρώτης καλόβολης κοπέλλας, που συναντά πάνω στα ερείπια των γκρεμισμένων σπιτιών κι' ανάμεσα στους πεθαμένους και σ' αυτούς που ξεψυχούσαν.

Διά να λάβη ολίγον θάρρος, είχεν ερωτήσει την μάμμην του αν όλα τα φαντάσματα κάμνουν κακόν εις όσους τα ιδούν, καθώς είχαν κάμει άλλοτε η νεράιδες εις την μητέρα του. Η γραία του απήντησε ότι είναι και στοιχειά αβλαβή και ακίνδυνα, και μάλιστα τα ζώδια των σπιτιών ωρισμένως δεν κάμνουν ποτέ κακόν. Μόλις είχαν φθάσει, και ήρχισε να νυκτώνη.

Είχε θολώσει στα καλά πλειο. Οι αγέλες του χωριού συμμαζεύονταν από τους κάμπους στα κατώγια των σπιτιών ή στες καλύβες, κι' ακούονταν τα μουγκρητά των βωδιών. Τα σπιτιάρικα τα γίδια έμπαιναν στες πλατύχωρες αυλές, λαλώντας τα κυπριά τους «γλαν-γλαν», κάθε σπιτιού κοπή χωριστά, γνωρίζοντας το κατοικειό της.

Μια χειμωνιάτικη νύχτα, που το χιόνι στοιβαζότανε γύρω στην καλύβα, πέθανε η γυναίκα κι όταν μια μέρα σήμανε η ώρα και για το γέροντα, τα παιδιά κληρονομήσανε τα δυο σπιτάκια στην άκρη του δάσους, τη βάρκα και το ψαράδικο καλύβι κάτω στη θάλασσα. Μα στα βραχόνησα υπάρχουν κάποιες ιστορίες και μια από αυτές είναι κ' η ιστορία των μικρών κόκκινων σπιτιών στην άκρη του δάσους.

ΡΩΜΑΙΟΣ Μη μ' επιπλήττης, πάτερ μου· αυτή οπού λατρεύω δίδει καρδιάν αντί καρδιάς, κι’ αγάπην δι’ αγάπην! Η άλλη δεν το έκαμνε. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Διότι ενοούσεν, ότι τα χείλη αγαπούν, πλην όχι κ' η καρδιά σου. Ας είναι πλέον, άστατε! Έλα μαζή μου τώρα, Εάν σου γίνω βοηθός, θα το αποφασίσω μόνον και μόνον επειδή ελπίζω εις αγάπην να στρέψω με τον γάμον σας την έχθραν των σπιτιών σας.

Στο μεταξύ ο ντον Πρέντου συνόδευε τον Έφις που ανηφόριζε ψηλά στο σοκάκι που το είχαν πλύνει οι τελευταίες βροχές. Το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος των τοίχων των έρημων σπιτιών. Μια γλυκιά, βαθιά σιωπή τύλιγε τα πάντα τριγύρω.

Οι παλληκαράδες δοκίμαζαν να σηκώσουν απάνου χοντρά χάλαρα, θεμέλια ποιος ξέρει τίνων σπιτιών, και πλάκες θεριωμένες, σκεπάσματα τις ξέρει ποιανών πεθαμένων.

Σκάλωναν απάνω στα δένδρα να τον ιδούν, ανέβαιναν στα κεραμίδια των σπιτιών, έσπρωχνε ο ένας τον άλλον για να τον πρωτοκυττάξη, Οι μανάδες σήκωναν τα παιδιά τους στα χέρια τους για να τον κυττάξουν και οι γέροι στυλώνανε τα κορμιά τους να τον ιδούν μια φορά πριν πεθάνουν. Αυτά έλεγε ο χωριανός κι' όλη η χώρα τον άκουγε μ’ ανοικτό στόμα.