United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας τόπος αλάκερος, ανθρώποι νοικοκυραίοι, που δε γύριζαν να φτύσουν, με το συμπάθειο, απάνω του, καπετανέοι που κουβαλούσαν το χρυσάφι με τα τσουβάλια, καπετάνισσες, που δε σήκωναν τα μάτια να τον κυττάξουν στις καλές τις μέρες, ένας τόπος αλάκερος, κύριε έφορα, κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη. Ο νεόφερτος υπάλληλος δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβη τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας.

Το οξύ βλέμμα του Πέτρου πρώτον παρετήρησε ταύτην, και ούτος εφώναξεν, «Διδάσκαλε ίδε η συκή ην κατεράσθης εξηράνθη». Οι μαθηταί εστάθησαν να την κυττάξουν και εν τη εκπλήξει των επί τη ταχύτητι μεθ' ης η καταδίκη επληρώθη ηρώτησαν πώς έγεινε τούτο.

Αι νέαι εφήμεροι διήρχοντο πλησίον μου χωρίς να με κυττάξουν, ή αν έστρεφον προς εμέ το βλέμμα, τούτο ήτο ψυχρόν ή και περιφρονητικόν. Αλλ' αρκετά σ' εφλυάρησα, νεανίσκε μου, ενώ αι στιγμαί σου είνε πολύτιμοι. Θα ήτο κίνδυνος να σε κάμω να περιπέσης εις το σφάλμα, από το οποίον ζητώ να σε προφυλάξω, αν σε ωμίλουν μακρότερον περί αυτού. Εγεννήθης προ ημισείας ώρας και δεν έχεις καιρόν να χάσης.

Η Ελπίδα μετακόμιζε τώρα οριστικά στο σπίτι του Ευμορφόπουλου. Από την ώρα που πέθανε η κυρά Πανώρια άλλαξαν πρόσωπα και πράματα. Μα πιο πολύ άλλαξε ο Αριστόδημος. Πρώτα ο θάνατος της μάννας του κ' η ερμιά του μέσα στο σπίτι· έπειτα η χρηματική στενοχώρια τον έφεραν κάπως σε θεογνωσία. Έβαλε μεσίτες στο Δημητράκη για να κατεβή στο χωριό, να κυττάξουν τις δουλειές τους.

Άμα όμως έκαναν πως θα κυττάξουν και τα δικά τους συμφέροντα τους έβαζε στο βρισίδι. Επίστευε ακλόνητα πως η γενιά του ήταν η πιο ξεδιαλεγμένη της γης κ' οι γειτόνοι του είχαν υποχρέωση να δουλεύουν και να ιδρώνουν για λογαριασμό της. Κ' επειδή αυτό δε γινότανε συχνά ενόμιζε πως όλοι τον φτονούσαν και φρόντιζαν με κάθε τρόπο να τον ξεκάμουν. Το ίδιο έπαθε τώρα με τον Αλαμάνο.

Μου ήρεσεν η εφεύρεσις και ευθύς ενδύθηκα ωσάν δούλος του περιβολάρη, έκρυψα τα μαλλιά μου με τον καλύτερον τρόπον που ημπόρεσα υποκάτω εις την φούσκαν, και εμεταμορφώθηκα εις τρόπον, που οι πλέον εντροπαλές γυναίκες ημπορούσαν να με κυττάξουν χωρίς καμμίαν αντίρρησιν.

Έξω από το λιμάνι στην ανοιχτή θάλασσα, ολόασπρη και φωτεινή πέρα, κάτω από της ακτίνες του ήλιου, ώρμησε το καράβι. Στο Κάρχαιξ, ο Τριστάνος λυώνει από το κακό του. Περιμένει με πόθο τον ερχομό της Ιζόλδης. Τίποτε δε τον παρηγορεί πεια, κι' αν ζη ακόμη, είναι γιατί περιμένει. Κάθε μέρα έστελνε στην παραλία να κυττάξουν μήπως έρχεται το καράβι, και τι χρώμα έχει το πανί του.

Προς τι ν' αναμένη εν Αθήναις πλέον; Ασθενεστάτη ελπίς μία υπελείπετο ακόμη και αύτη διελύθη ως πομφόλυξ ύδατος, καθώς τόσαι άλλαι. Οι περιηγηταί εκείνοι επανήλθον, ο διερμηνεύς αυτών δεν ήτο ο σύζυγός της. Η μητέρα της της έστελνε θρήνους με τα γράμματά της, να επιστρέψη πλέον για το όνομα του Χριστού και της Παναγίας. Να κυττάξουν την φτώχιαν των, να κυττάξουν το νοικοκυριόν των.

Σκάλωναν απάνω στα δένδρα να τον ιδούν, ανέβαιναν στα κεραμίδια των σπιτιών, έσπρωχνε ο ένας τον άλλον για να τον πρωτοκυττάξη, Οι μανάδες σήκωναν τα παιδιά τους στα χέρια τους για να τον κυττάξουν και οι γέροι στυλώνανε τα κορμιά τους να τον ιδούν μια φορά πριν πεθάνουν. Αυτά έλεγε ο χωριανός κι' όλη η χώρα τον άκουγε μ’ ανοικτό στόμα.