United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκάλωναν απάνω στα δένδρα να τον ιδούν, ανέβαιναν στα κεραμίδια των σπιτιών, έσπρωχνε ο ένας τον άλλον για να τον πρωτοκυττάξη, Οι μανάδες σήκωναν τα παιδιά τους στα χέρια τους για να τον κυττάξουν και οι γέροι στυλώνανε τα κορμιά τους να τον ιδούν μια φορά πριν πεθάνουν. Αυτά έλεγε ο χωριανός κι' όλη η χώρα τον άκουγε μ’ ανοικτό στόμα.

Δεν είναι από κείνους που διαλαλούνε στα κεραμίδια παλικαριές και ξυπνάδες. Ο Στόικος είναι Βούλγαρος, όχι Ρωμιός. Βαρύς σαν το χώμα, μα και γόνιμος σαν το χώμα. Χοντροκέφαλος, όσο θέλεις. Η χοντροκεφαλιά του όμως, μια και χαμογέλασε η τύχη στην πόρτα του, στάθηκε σωτηρία και δόξα του.

Έσκιζαν τον πυκνόν αέρα φτερωτές· ολόδρομες εδιάβαιναν απάνω· εδιασταβρώνονταν από τη μιαν άκρη του δρόμου στην άλλη. Εχτυπούσαν στις χιονισμένες στέγωσες, στ' άσπρα κεραμίδια πάνω· κάτω σταγκωνάρια, στους κήπους μέσα τους αφρόστρωτους· στις ξύλινες φράχτες τις μαρμαρόχυτες απάνω.

Τότες που οι εγγλέζοι προχωρούσανε, ψηλοί σαν κατάρτια, κυττάζοντας όλοι επάνω, προς τα κεραμίδια, και όλο ένα λέγοντας ένας τον άλλον «με τσ' γειαις, με τσ' γειαίς», τότε επλησίασα τον Λαλεμήτρον, που έμεινε παραπίσω, ακίνητοςκολώνα, και του λέγω: — Τι χαμπάρια, πατριώτη; Κ' ηθέλησα να πιάσω τα χέρι του, σαν πατριώταις που είμαστε.

Και κατέβηκε σιγά-σιγά τις σκάλες. Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κυττάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθειά μελαγχολία. Η μυρωδιά του βρεμμένου χώματος, το σιγαλό και μονότονο χτύπημα της βροχής απάνω στα κεραμίδια και το σβισμένο βουητό της θαλάσσης, που δαρμένη απ' τη φουσκοθαλασσιά της νοτιάς αναστέναζε ακόμα απ' το μακρυνό περιγιάλι, τον μεθούσαν σα γλυκό κρασί.

Από το μικρό χωριδάκι περνά πολύ θαμπά το τραίνο, κι ο σταθμός του σιδηρόδρομου με τα κόκκινα κεραμίδια του, τον κλαρωμένο στους τοίχους του πράσινο κισσό, και με το γέρο σταθμάρχη του, είνε πολύ μακριά απ' το χωριό. Κ' οι χωρικοί περπατούσαν γλήγορα να προφτάσουν το τραίνο. Ένας από τη χώρα τεχνίτης είχε παντρευτή το βράδι στο χωριό κι έφευγε τόρα μαζί με τη νύφη.

Και μήγαρις η Ανάστασι δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο; αντέλεγεν ο βοσκός· έχουν, ας πούμε, εκκλησιαίς καλοχτισμέναις, με πλάκες και με κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ' την εκκλησιά όξου για να κάμουν Ανάστασι· κ' ημείς που δεν έχουμ' εκκλησιά, ας πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ' Ανάστασιένα ξεσκέπαστο μέρος, που ήταν μια φορά κ' έναν καιρό, κατά πώς λένε, εκκλησία;

Αν δε και εκεί απειλείτο διά βλημάτων, ηδύνατο τότε κατ' αρέσκειαν είτε να κράξη εις βοήθειαν τους μαθητάς είτε να ζητήση άσυλον επί τα κεραμίδια, δι' αφράκτου τινός φεγγίτου χρησιμεύοντος εις φωτισμόν του γείτονος σκοτεινού διαδρόμου.

Ούτε είναι πολύ φρόνιμον πράγμα να εμπιστευθή κανείς τον εαυτόν του και την ψυχήν του εις τα ονόματα διά να καταγίνεται εις αυτά, έχων πεποίθησιν και εις αυτά και εις εκείνους οι οποίοι τα έθεσαν, και ως να γνωρίζη τίποτε, να κατακρίνη μετά πεποιθήσεως τον εαυτόν του και τα όντα ότι δεν υπάρχει τίποτε το στερεόν εις κανέν πράγμα, αλλά τα πάντα καταρέουν ως κεραμίδια, και ότι όλα τα πράγματα είναι καθώς εκείνοι οι οποίοι πάσχουν από καταροήν, και είναι κατακυριευμένα από το ρεύμα και την καταροήν.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τιμώρησέ μου τον πολύ, μα μάθε τον επίσης, και πιάσε ν' ακονήσης τη γλώσσα του• και με τη μια μασσέλα, μια μεγάλη να τρώη δίκη, και μικρές να τρώη με την άλλη. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Εμπρός λοιπόν. Μα κι' αυτά τα κεραμίδια θα τα σπάζουμε καλά με χαλάζια στρογγυλά.