United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον εστεκόμουν κάποτε να πάρω την αναπνοή μου είτε να ρίξω γύρω καμμιά ματιά, μήπως ιδώ το σκυλόψαρο να ριχθή απάνω μου. Τέλος τσιμπάω πάλι·Ρίχτε μου τη γούμενα. — Μωρ' έλ' απάνω· τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος. Για σένα τη θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλώτερο σχοινί. Έλα 'πάνω· θα σου κόψω τον αέραΚόβεις τον αέρα μα σχίζω το λάστιχο· του απαντώ θυμωμένα.

Σένα γράμμα, που της έλεγα πως έμαθα την αρρώστεια της, έγραφα πως λυπήθηκα που δεν ήμουν κοντά της «να φανώ γιατρός στον πόνο της», ως λέει κη μαντινάδα. Το Βαγγελιό αναστέναξε και μαποκρίθηκε με άλλη μαντινάδα: Ο πόνος μου 'ν' αγιάτρευτος, μάνε στο πόδι πάνω· Μια μέρα που θα περπατώ θα πέσω ναποθάνω. Κατόπιν άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της δεν έπαψαν έως ότου τελείωσαν τα γράμματα.

Έσκιζαν τον πυκνόν αέρα φτερωτές· ολόδρομες εδιάβαιναν απάνω· εδιασταβρώνονταν από τη μιαν άκρη του δρόμου στην άλλη. Εχτυπούσαν στις χιονισμένες στέγωσες, στ' άσπρα κεραμίδια πάνω· κάτω σταγκωνάρια, στους κήπους μέσα τους αφρόστρωτους· στις ξύλινες φράχτες τις μαρμαρόχυτες απάνω.

Βογγομαχούσεν Αστενής Κατάκειτος στην κλήνη, Του χάρου παίρει, δίνει· Και λυπημένη, και πικρή Η μαύρη σύζυγός του Θρηνούσε στο πλευρό του. Σε τούτο μπαίνει κι' ο γιατρός Και το σφυγμό του πιάνει, Τον ερωτάει· τι κάνει. Οχ! τι να κάμω, δεν μπορώ, Χειρότερα όσο πάνω· Φοβούμαι θα πεθάνω. Μη δα το θάνατον εφτύς Στοχάζεσαι, δειλιάζεις, Και του πατρός σου ομιάζεις.