United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άδικα με μαλλώνεις· με λυπάσαι που πονώ και μου λες πως εγώ φταίω, πως δεν έπρεπε να φύγω, πως είταν πιο φρόνιμο να την πάρω γυναίκα. Ξέρω γιατί μου μιλείς έτσι· στα χάλια που βρίσκουμαι, μέσα στην ασάλεφτη θλίψη που με πλακώνει, στοχάζεσαι και συ πως ότι κι αν είταν, πιο δυστυχισμένος, πιο κακορρίζικος δε θα είμουν παρά τώρα.

Αχ, κυρά μου, μη με στοχάζεσαι τόσον σκληροκάρδιον· όχι οι τιμές δεν θέλουν κάμει να σε αφήσω, μα και ο ίδιος ο θάνατος δεν θέλει δυνηθή να με χωρίση από την αγάπην σου, και είμαι έτοιμος να υποφέρω μυρίους θανάτους, παρά να ιδώ μακράν από εμένα εκείνην, της οποίας η ωραιότης μου επλήγωσε την καρδίαν.

Βογγομαχούσεν Αστενής Κατάκειτος στην κλήνη, Του χάρου παίρει, δίνει· Και λυπημένη, και πικρή Η μαύρη σύζυγός του Θρηνούσε στο πλευρό του. Σε τούτο μπαίνει κι' ο γιατρός Και το σφυγμό του πιάνει, Τον ερωτάει· τι κάνει. Οχ! τι να κάμω, δεν μπορώ, Χειρότερα όσο πάνω· Φοβούμαι θα πεθάνω. Μη δα το θάνατον εφτύς Στοχάζεσαι, δειλιάζεις, Και του πατρός σου ομιάζεις.

Ω βασίλισσα, εφώναξεν ο Ρουσκάδ, ευθύς που είδε την Κεριστάνην, αξιώθηκα το λοιπόν διά να σε ξαναϊδώ, εις καιρόν που δεν ήλπιζα να είμαι πλέον εις την ενθύμησίν σου; Όχι, Ρουσκάδ, απεκρίθη η Κεριστάνη, μη στοχάζεσαι πως το μάκρος του καιρού με έκαμε να σε αλησμονήσω· εγώ πάντα σε είχα εις την καρδίαν μου, μα εκαρτερούσα να δοκιμάσω αν μου ήσουν πιστός· και τώρα που σε εκατάλαβα διά πιστόν, έκαμα και σε έφεραν εδώ διά να χαρούμεν κατά τον πόθον μας· και θέλω σήμερον να πληρώσω το τάξιμον, που σου έκαμα, διά να σε λάβω νόμιμόν μου άνδρα.

Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα.

Ο Κατής ταράζοντας το κεφάλι είπε, πως εγνώριζε καλώς τον Αμπουλβάρην, και ότι εγώ με κανέναν τρόπον δεν τον επαρομοίαζα· έπειτα θεωρώντας την Γαντζάδα είπε· και συ ω ωραία κυρά, τι στοχάζεσαι διά τούτον τον άνθρωπον; τον πιστεύεις διά άνδρα σου; Αυθέντη, αυτή απεκρίθη· αν θέλης να ειπώ την αλήθειαν, που οι οφθαλμοί μου δείχνουν δεν είναι αυτός εκείνος· αυτός δεν έχει άλλο που να τον παρομοιάζη, παρά την φωνήν.

Αυτά δεν τα στοχάζεσαι ούτε ποσώς φροντίζεις· Και φοβερίζεις μάλιστα το δώρο να με πάρης, Οπού κοπίασα πολλά, κ' οι Αχαιοί μ' εδώσαν. Ούτ' έχω δώρον όμοιον εγώ ποτέ μ' εσένα, Όταν πορθούν οι Αχαιοί Τρωάδας πλούσιαν πόλιν.

Ε! διά- βολε! στοχάζεσαι ότι ημπορούν να με παίζουν ευκολώτερα παρά έναν αυλόν; Ό,τι όργανο και αν θέλετε ονομάσετέ με, δύνασθε να με κρούσετε, αλλά δεν θα δυνηθήτε να με παίξετε. Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΑΜΛΕΤΟΣ Ο Θεός να σ' ευλογήση, Κύριε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Η Βασίλισσα επιθυμούσε να σου ομιλήση, και τώρα αμέσως. ΑΜΛΕΤΟΣ Βλέπεις εκείνο το σύννεφο εκεί πέρα, οπού έχει σχε- δόν σχήμα καμήλας;

Ο Ραβά βλέποντας ότι η νύμφη του δεν ωργίσθη, αλλά γλυκά τον ερμήνευε, δεν έχασε την ελπίδα του διά να την παραιτήση, όθεν γενόμενος πλέον τολμηρός της είπεν· «ω κυρά μου, ό,τι και αν ήθελες μου ειπή επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, είνε ανωφελές, άκουσον καλύτερα τους στεναγμούς μου και ευχαριστήσου εις την αγάπην που σου προσφέρω, και ας συμφωνήσωμε μαζή διά να είνε και η αγάπη μας κρυφή, και έτσι θέλομεν είσται αποσκεπασμένοι και έξω από κάθε κατάκρισιν.» Α μιαρέ και άνομε, εφώναξεν η Ρεσπίνα επάνω εις αυτό, μη ημπορώντας πλέον να χαλινώση τον θυμόν της, εσύ δεν πάσχεις παρά να κρύψης την ανομίαν σου εις τα μάτια του κόσμου· δε φοβάσαι άλλο, παρά να μην ήθελες ατιμασθή από τον κόσμον και δεν στοχάζεσαι με κανέναν τρόπον την ατιμίαν, που γυρεύεις να κάμης εις τον αδελφόν σου και την παρόργισιν του ουρανού, ο οποίος βλέπει καλώτατα το έσωθεν της καρδίας σου; παύσε από το να ελπίζης τέτοιον πράγμα· ήθελον ποθήσει τον θάνατον καλύτερον χίλιες φορές, παρά που να ευχαριστήσω το παράνομον πάθος σου.

Έπειτα κάνοντας να σταματήση το αμάξι εις τον αέρα, εγύρισα προς τον βασιλέα και του είπα: Αδικοκριτά Σουλτάνε, που ηθέλησες να με κάμης να χαθώ ωσάν έναν τρισάθλιον πταίστην· ήξευρε ότι εγώ δεν είμαι ο μάγος που στοχάζεσαι, μα είμαι ένας γραμματισμένος που ημπορώ να κάμω πράγματα ακόμη πλέον θαυμάσια από εκείνα των οποίων οι οφθαλμοί σου είναι μάρτυρες.