United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμ' απόλυσε η λειτουργία ξαναμπαίνουν οι στρατιώτες, κι αναγκάζεται πάλι ο Χρυσόστομος να παρασταθή σιμά στην Άγια Τράπεζα και να διαφεντέψη τον Ευτρόπιο. Στέργει τέλος ο Ευνούχος να παραδοθή με συφωνία να μην τονέ θανατώσουν. Τη ζωή του συλλογιούνταν ο κακορρίζικος. Του τη χάρισαν τη ζωή του, και ξορίστηκε στην Κύπρο.

— Ο συμμαθητής σου ο Αλέξανδρος, παιδί μου, είνε ορφανός, . . δεν έχει μητέρα. Ο πατέρας του είνε ένας κακορρίζικος άνθρωπος. Είχε περιουσίαν και καλόν όνομα, και τα έχασε και τα δύο από το κεφάλι του. Ήτον από τους καλούς κτηματίας των Αθηνών. Εκαλλιεργούσε τα κτήματά του και εζούσε καλά.

Κι ο κακορρίζικος ο βασιλικός Επίτροπος, αντίς να νοιαστή τον άμοιρο τον τόπο, έβαλε μέσα σε δυο καράβια τους θησαυρούς που είχε αρπαγμένους, έτοιμος πάντα να κάμη πανιά και να ξεκόψη! Όξω φρενών ο Συνέσιος σαν τάκουσε αυτά. «Στρατηγός» έγραψε στο θυμό του απάνω, «στρατηγός, και να στέκεται στο κουπί!

Ο κακορρίζικος όμως ο Μάγιστρος ο Ρουφίνος, παμπόνηρος Γαλάτης, που θα τονέ δούμε κι αυτόν αργότερα, τούβαζε ολοένα του Θεοδοσίου φιτίλια. Κ' είχε δεν είχε τον κατάφερε πάλι το Βασιλέα και ξαναγύρισε στην πρώτη απόφαση, κέστειλε το επίσημό του διάταγμα να τιμωρηθούν οι Θεσσαλονικιώτες. Καλλίτερα δε γύρευαν κ' οι Γότθοι της Θεσσαλονίκης.

Από το μέρος τω Γότθων πήγαινε και κάποιος κακορρίζικος αδερφός του Αυρηλιανού, και λέμε κάποιος, όχι πως δεν έκαμε κι αυτός όνομα, μα επειδή δεν μας έμεινε τόνομά του. «Τύφο» τον ονόμασε αλληγορικά ο Συνέσιος της Κυρήνης, «Τύφο» λοιπόν τον ξέρει ο κόσμος τώρα. Παρασταίνεται ζαβός, στρεβλός, χοντροκοπιός κι ανήξερος άνθρωπος.

Θα φορώ σαρίκι και θα πω στο χωριό πως από σήμερο και πέρα είμαι τούρκος. Μείνανε συλλογισμένοι κάμποσα λεπτά. Έπειτα η γυναίκα είπε: — Δεν πας να το πης και του παπά; — Κείντα μπορεί να μου κάμη κιο κακορρίζικος ο παπάς; Να βρη το μπελλά του κιαυτός; — Μια βουλή θα σου δώση. Ο Σιφογιάννης πήγε την ίδια βραδιά και ζήτησε γνώμη του παπά.

Άδικα με μαλλώνεις· με λυπάσαι που πονώ και μου λες πως εγώ φταίω, πως δεν έπρεπε να φύγω, πως είταν πιο φρόνιμο να την πάρω γυναίκα. Ξέρω γιατί μου μιλείς έτσι· στα χάλια που βρίσκουμαι, μέσα στην ασάλεφτη θλίψη που με πλακώνει, στοχάζεσαι και συ πως ότι κι αν είταν, πιο δυστυχισμένος, πιο κακορρίζικος δε θα είμουν παρά τώρα.