United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι άλλο θέλετε να σας πω πρώτα πρώτα παρά τη χαρά μου, τώρα πού βρίσκουμαι μεταξύ σας, τώρα που ξαναβλέπω την πατρίδα; Της πατρίδας η αγάπη είναι ριζωμένη μέσα στη μέση της καρδιάς. Γεννιέται με την ψυχή μας, σ' ολωνών τα στήθια φυτρώνει, και για να φυτρώση, φτάνει να γεννηθούμε.

Έκοβα την εργασία και πήγαινα έξω και δειπνούσα για νακούω θόρυβο και να βλέπω ανθρώπους, για να βρίσκουμαι μέσα σε μια ζωή όλη πυρετό, να την αιστάνουμαι να βουίζη γύρω μου και να μου καίη τα μηλίγγια. Το έργο τέλειωσε όμως κ' αιστάνουμαι μόνο μια μεγάλη κούραση. Εκείνο που ζητώ τώρα δεν είναι ούτε δόξα ούτε ποιητική χαρά. Έχω το συναίστημα πως ο νους μου ζει μόνο σε βάρος του άλλου μου κορμιού.

Ίσως τις διαβάσης. ΠΡΩΤΟΣ ΠΛΙΚΟΣ «................................................................ Πού είμαι, πού βρίσκουμαι, δεν μπόρεσα ακόμη να το καταλάβω. Τι παράξενο σπίτι που τοίχους δεν έχει! Δεν είναι ξύλο, δεν είναι πέτρα, δεν είναι σίδερο τα ντουβάρια· είναι καμωμένα από καταχνιά και μοιάζουν πιο γερά παρά ξύλο, πέτρα και σίδερο. Πολεμώ να κάμω τρύπα και δεν το κατορθώνω.

Φιλάρετος ότι «ο υπό το ψευδώνυμον Ίδας» είμαι εγώ που υπογράφομαι όπως θα δήτε παρακάτω, και ότι δεν είμαι «μαλλιαρός πρόξενος» τώρα, παρά «μαλλιαρός διπλωμάτης», και ότι την προκήρυξή μου της 7 του Σεπτέβρη την έστειλα όχι «δήθεν εκ Ρώμης», παρά αληθινά από τη Ρώμη όπου είμουν τότε διορισμένος, και ότι τέλος, τώρα βρίσκουμαι εδώ διορισμένος.

Για δείξε μου τι κεντάς αυτού. — Βρίσκουμαι στο τέλος· είπε απλώνοντας το κέντημα στα γόνατά της και παίρνοντας το βελόνι· βιάζομαι να τελειώσω σήμερα. Από δω κι ομπρός ποιος ξέρει τι θ' αρχινήσω. — Μπωμπώ! τι σκούρα κλωστή! έκαμε ο Δημητράκης ανατριχιάζοντας. — Σκούρα ναι· ταιριάζει με την υπόθεση. Και σύγκαιρα το παχουλό χεράκι ερράμφισε το μεταξωτό, σαν άσπρο περιστέρι απάνω στη χλωροσιά.

Άδικα με μαλλώνεις· με λυπάσαι που πονώ και μου λες πως εγώ φταίω, πως δεν έπρεπε να φύγω, πως είταν πιο φρόνιμο να την πάρω γυναίκα. Ξέρω γιατί μου μιλείς έτσι· στα χάλια που βρίσκουμαι, μέσα στην ασάλεφτη θλίψη που με πλακώνει, στοχάζεσαι και συ πως ότι κι αν είταν, πιο δυστυχισμένος, πιο κακορρίζικος δε θα είμουν παρά τώρα.

Εδώ που βρίσκουμαι καλά βρίσκουμαι. Πατάω γερά σα νάχω θεμέλια. Πατάω γερά και βλέπω γερώτερα. — Τι βλέπεις ; — Βλέπω πως τούτα δω που ξεθάφτουμε θάκαναν σ' άλλα χέρια τον καλήτερον ασβέστη. Βλέπω και το σπίτι μου χάρβαλο. Κι αν ήμουν Αριστόδημος, θάβανα με τούτον τον ασβέστη να ξεγονατίσω το σπίτι μου. Τάχα σαν πέση απάνου μου τι θα κερδίσω με τούτα; μόνο που θα τάχω συντροφιά στη θανή μου.