United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάει, φαίνεται, να χτυπήση το σήμαντρο του Σπερνού. Ας ξεκινήσουμε παρακάτω, μ' έναν κρυφό στεναγμό που δεν έχουμε κι άλλους τέτοιους τρελλούς παπάδες. Παρατήρησε ένα πράμα· που κανένας εδώ δεν κοιμάται. Όλoι σαλεύουν εδώ. Από τη μια πετιέται κοπέλλι με τη μασιά. Από την άλλη ξεκαρδίζεται γέρος με του πλαγινού του τις νοστιμιές. ΠαρακείΘε παίζει τα δάχτυλά του στο τραπεζάκι ένας συλλογισμένος.

Όμως θα φτάση μια μέρα εκεί που του τώταξε η Μοίρα. Και κείνοι που τον απαντέχουν δεν πρέπει ναπελπίζωνται, δεν πρέπει να τον λησμονάνε, μόνο μέρα και νύχτα να ζούνε με την ελπίδα του και την απαντοχή του. Έτσι το θέλει ο Θεός. Το τροπάρι είχε και άλλα παρακάτω. «Και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα». Ο παπάς τα είχε ξηγήσει και τα λόγια τούτα.

Μα κι ο φυσικά μαλακός χαρακτήρας του πρέπει να κόστισε του τόπου, αφού τα πλούτη και τα χαρίσματα τα μοίραζε αλύπητα σε φίλους και σε κολάκους. Ας μαζέψουμε τώρα ό,τι άλλο περίφημο σώζεται από την ιστορία της εποχής του, έξω από τα μεγάλα ζητήματα που θαγγίξουμε παρακάτω. Τονέ θυμούμαστε τον Αρμάτιο.

Ο λαιμός κατέβαινε με κανονική καμπυλότητα και χανότανε μέσα στο λεπτό πουκαμισάκι. Το μέτωπο δεν είχε καθόλου συννέφωμα και τα μαλλιά της κόμης ερχόντανε και μικραίνανε ως που σβύνανε σε ευγενικό χνούδι λίγο παρακάτω από τ' αυτί. Ύστερα τα χέρια λεπτά και άσπρα τελειώνανε σε περιποιημένα δάχτυλα, με κανονικά κομένα τα νύχια.

Διήλθομεν εις την οδόν Αθηνάς. Δύο-τρεις πιστολιαίς, ακουσθείσαι, συνετάραξαν την συνοικίαν. Παρακάτω ηκούομεν. «Δυο στον τόπο και ένας λαβωμένος».

Ο ψωμάς και ο παπουτσής είναι καλός κριπής και πολιτικός για τα πολιτικά του σπιτιού του και του κοινού, μα όχι πάντα καλός για τα πολιτικά του κράτους, που βρίσκονται πολύ μακρύτερα απ' αυτόν. Παρακάτω αναφέρουμε παραδείγματα. Το καλλίτερο όμως παράδειγμα είναι οι κοινότητες που βρίσκονται όξω από τα σύνορα του Ελλαδικού κράτους.

Ό,τι έμαθα ολίγας ημέρας ύστερον, ότι συνέβη μίαν νύκτα εις το Κοιμητήριον της μικράς πόλεως, εδυσκολεύθην να το πιστεύσω, αλλά θα το διηγηθώ παρακάτω όπως το ήκουσα. Η Κακαβάραινα και η κόρη της, από πολλών χρόνων, είχον προχωρήσει πολλά βήματα εις την χώραν των αγνώστων.

Φοβερά η μικρά πλατεία εκείνη διά τας νεάνιδας. Εκοντοστάθη το Ξενιώ. Ηκροάσθη. Ήτο ησυχία εις τα έξω τραπέζια. Ωπλίσθη. Εκαταίβασε την μανδήλα της ακόμα παρακάτω. Ετάχυνε το βήμα της. Και σκυφτή-σκυφτή, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων και βαστάζουσα το εκ λευκοσιδήρου άντλημα, κροτούν προδοτικώς, επροχώρει βιαστικά, να διέλθη τας παγίδας του Περιστεράκη. — Στην οργή κι' αυτός!

Ο γέρο-Πέτρος εκάθησεν αριστερά του, τρεις σπιθαμάς παρακάτω, με τον αριστερόν ώμον και την κατατομήν του προσώπου προς αυτόν νεύουσαν. Ούτος εδοκίμασε ν' αρχίση ομιλίαν.

Αν έρθης μάλιστα παρακάτω, στο καφενεδάκι που μαζεύουνται τα μεγαλοσάνιδα, να μη γελαστής και τους ξεστομίσης λέξη για τους τόσους άντρες που ανεμοσκορπίζουν πολύτιμη δύναμη και παλικαριά σ' αμανέδες και σε πιοτά. Να μην τύχη και τους δείξης τι πιδέξια μπορούσανε να παίζουνε μπόμπες στα σβέλτα τους χέρια. Να μην τύχη, γιατί θα σε δέσουν αμέσως.