United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτα που το φωνοκόπι, που άκουγε από μακριά σαν κατέβαινε στο σκοτάδι, σταμάτησε μονομιάς άμα φάνηκε η παρέα τους. Δεύτερο που σα φάνηκαν και κατάπεσε η οχλοβοή, πέρασε από στόμα σε στόμα σιγανό και γοργό μουρμουρητό σαν άξαφνο σαγανάκι. Και τρίτο οι μεγαλόφωνες πάλε οι νοστιμιές, που ξανάρχισαν τώρα, είτανε σα να λέγανε τάχατες πέρα βρέχει.

Νοστιμιές που ξεπερνούν και του Προκόπιου τις ιστορίες. Η πείνα που πλάκωσε ύστερ' απ' όλα εκείνα τα δεινά δεν είναι και ναπορέση άνθρωπος. Μα κι αυτή τη μάστιγα την έφεραν απόδειξη όσοι πιστεύουν πως ξολοθρεύτηκε όλο το Ρωμαίικο στον έχτον αιώνα.

Πάει, φαίνεται, να χτυπήση το σήμαντρο του Σπερνού. Ας ξεκινήσουμε παρακάτω, μ' έναν κρυφό στεναγμό που δεν έχουμε κι άλλους τέτοιους τρελλούς παπάδες. Παρατήρησε ένα πράμα· που κανένας εδώ δεν κοιμάται. Όλoι σαλεύουν εδώ. Από τη μια πετιέται κοπέλλι με τη μασιά. Από την άλλη ξεκαρδίζεται γέρος με του πλαγινού του τις νοστιμιές. ΠαρακείΘε παίζει τα δάχτυλά του στο τραπεζάκι ένας συλλογισμένος.

Μα θα μου πης, πώς ζούσε ο Μαστρο- Νικόλας. Ζούσε με το γλέντι και με τις νοστιμιές. Πλέρωνε ο κόσμος το κρασί του, νακούγη τα χωρατά του. Έγεινε ο Νικόλας ως τριάντα χρονών. Οι φίλοι του άρχισαν τότες να τον βαριούνται, γιατί βγήκε άλλος νοστιμώτερος στη μέση. Ξεθύμανε πια ο Μαστρο-Νικόλας. Μα ήξερε μερικά γράμματα, τον άκουγε κ' η φωνή του. Είχε και γένεια καλά. Είταν κι όμορφος.

Επειδή, ποιο αγόρι ή κορίτσι μπορεί να ξεφύγη τις χίλιες μωρολογιές, νοστιμιές, αβανιές, φοβέρες ή και βρισιές που κατρακυλούν ολόγυρά του σαν πέτρες μαζί με το χείμαρρο; Σε ποιο Σκολειό δε σημαδεύεται το παιδί με τέτοια κατρακυλίσματα; Ποιος δεν έμαθε να &καταριέται& στη γλώσσα του; Ποιος δε βγάζει, το πάθος από μέσα του σα ζωντανό φείδι, τον πόνο του σα ζεστό αίμα, και σαν αχνό τη λαχτάρα του; Ποιος «Ελληνομαθής» δε θα φωνάξη ένα χωριάτικο ωχ, αν του πατήσης, ας είναι και το νυχάκι του δασκαλήσιου του τού ποδός;

Δεν πολυβάσταξε ως τόσο ο συμμαζεμός αυτός της μικρής· ήξερε να την ξαναφέρνη στα νερά του ο γέρος, κ' οι νοστιμιές του έπερναν κ' έδιναν πάλι. — Έλα τώρα να μας πιής κ' ένα κρασί στην υγειά του Παυλή, της κάνει δίνοντάς της ποτήρι. Το παίρνει η μικρή το ποτήρι, κι ό,τι έκαμε νανοίξη το στόμα της αλλαξοθωρίζει. Κάτω το ποτήρι κι αναβλέπει τη μάννα. Σύννεφο η μάννα κι αστροπελέκι.