United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγει του ο ψαράς· μα διά ποίαν αφορμήν; τι σου έπταισα; Απεκρίθη το Τελώνιον· άκουγε την αιτίαν διά να βεβαιωθής από την ιστορίαν μου, ότι πρέπει να σε θανατώσω.

Σκάλωναν απάνω στα δένδρα να τον ιδούν, ανέβαιναν στα κεραμίδια των σπιτιών, έσπρωχνε ο ένας τον άλλον για να τον πρωτοκυττάξη, Οι μανάδες σήκωναν τα παιδιά τους στα χέρια τους για να τον κυττάξουν και οι γέροι στυλώνανε τα κορμιά τους να τον ιδούν μια φορά πριν πεθάνουν. Αυτά έλεγε ο χωριανός κι' όλη η χώρα τον άκουγε μ’ ανοικτό στόμα.

Κι ο Δάφνης, αν και διψούσε, έπινε αργά για να νοιώθη από την άργητα πιο πολλή ευχαρίστηση. Το τραπέζι γλήγορα άδειασεν από ψωμιά και κρέατα· και καθούμενοι ακόμη τον ερωτούσανε για τη Μυρτάλη και το Δάμωνα και τους εκαλοτύχιζαν πως θα έχουν τέτοιονε γεροκόμο· κι ο Δάφνης εχαιρόταν που άκουγε η Χλόη τα παινέματα.

Η παπαδιά δεν τον πολυχώνευε κι' όταν τον άκουγε νανεβαίνη τις σκάλες, μουρμούριζε πάντα, μπροστά του και πίσω του. Δεν της άρεσαν πολύ αυτά τα ξενύχτια του παπά. — Ξέρεις τι άνθρωπος είν' αυτός; της έλεγε ο παπάς. Αγιορείτης, άγιος άνθρωπος. Είκοσι χρόνια πάνε, που τον γνώρισα στη μονή του Βατοπεδίου, σαν πέρασα αποκεί με το μπάρκο. Του Θεού άνθρωπος.

Γιατί αυτή ήταν η θαυματουργική δύναμι του κουδουνιού: η καρδιά σαν το άκουγε να κουδουνίζη τόσο γλυκά, τόσο χαρωπά, τόσο καθαρά, ξεχνούσε κάθε πόνο.

Είναι κάτι σαν αντλίες… τέλος πάντων, δεν μπορώ να τις περιγράψω!» Η Νοέμι άκουγε σιωπηλή, χαϊδεύοντας τη ράχη του γάτου που γουργούριζε στην ποδιά της ηδονικά. Άκουγε, αλλά η σκέψη της έτρεχε μακριά. «Ήσασταν στην ύπαιθρο; Λένε πως εκεί όλα είναι ακριβά.

Ο γέρος ο βασιλιάς και η γρηά η βασίλισσα τόχανε μαράζι στην καρδιά τους. Μα το βασιλόπουλο δεν άκουγε ούτε ορμήνειες ούτε παρακάλια. Κάθε αυγή έπαιρνε το τουφέκι του στον ώμο και τραβούσε στους λόγγους και τα βουνά.

Πάμε να καθίσουμε απ' έξω από τη «Λέσχη». Μη βλέπης μέσα τους χαριτωμένους τους μπιλλιαρδόρους, μήτε τους παρακείθε που διαβάζουν εφημερίδες αντίς να παίρνουν αφιόνι, μήτε τους παραμέσα που κουβεντιάζουν, ίσως για τα πολιτικά των πολιτικά, για σαρίκια και καλιμάφκια. Κοίταξε κατά τ' αργυρωμένα τα κύματα, κι άκουγε. Πρέπει να είμουν ως δεκαφτά χρονών.

Μόνο ο Τζατσίντο δεν χόρευε. Καθισμένος πλάι στην τοκογλύφο κουνούσε τα χέρια ανάμεσα στα γόνατά του, χλωμός και κουρασμένος. Ο Έφις στ μεταξύ άκουγε τις γυναίκες να φλυαρούν για το ποιος ξόδεψε εκείνη την ημέρα περισσότερα χρήματα και διασκέδασε περισσότερο και κάποια είπε: «Ο ντον Πρέντου». «Όχι, ο ντον Τζατσίντο. Ξόδεψε περισσότερες από τριακόσιες λιρέτες. Είναι πλούσιος.

Αυτούς λοιπόν τους Μελετινούς τους έκαμε τώρα όργανά του. Γνωρίζοντας το σφυγμό του Κωσταντίνου, πούτρεμε άμ' άκουγε στάση και ταραχή, βάζει τους Μελετινούς και διαδίνουν παντής λογής ψεύτικες κατηγορίες εναντίον του Ιεράρχη της Αλεξάντρειας. Φτάνουν αυτές οι συκοφαντίες ως την Πρωτεύουσα.