Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Μόνο ο Τζατσίντο δεν χόρευε. Καθισμένος πλάι στην τοκογλύφο κουνούσε τα χέρια ανάμεσα στα γόνατά του, χλωμός και κουρασμένος. Ο Έφις στ μεταξύ άκουγε τις γυναίκες να φλυαρούν για το ποιος ξόδεψε εκείνη την ημέρα περισσότερα χρήματα και διασκέδασε περισσότερο και κάποια είπε: «Ο ντον Πρέντου». «Όχι, ο ντον Τζατσίντο. Ξόδεψε περισσότερες από τριακόσιες λιρέτες. Είναι πλούσιος.
Ένα μόνο δεν ήξερε ο Σβεν και δεν μπορούσε να το νοιώση: Πόση ώρα έλειπε από κει. Γιατί δυο ώρες και μια στιγμή είτανε γι' αυτόν το ίδιο. Όταν όμως πέρασε γοργά το λιβάδι κι άρχισε να τρέχη πάλι για να φτάση στη μαμά και να τον αγκαλιάση εκείνη, να τον χαδέψη και να τον φιλήση, κι αυτός να της διηγηθή τι ωραία που διασκέδασε — τότε τρόμαξε ο Σβεν ακούοντας πώς αρχίσανε να φωνάζουνε γύρω του.
Και, ευρόντας αφορμή, έχωσε τα χέρια του στα στήθη της να βγάνει το φιλαράκο το τζίτζικα, που δεν εσώπαινε μήτε μέσα στο χέρι του. Η Χλόη εχάρηκε καθώς τον είδε κι αφού τόνε πήρε τον εφίλησε και τον έβαλε πάλι μέσα στον κόρφο της να τραγουδάη. Τους διασκέδασε ύστερα μια φάσα, που ελάλησε από το δάσος. Κ' επειδή η Χλόη ρωτούσε να μάθη τι λέει, της διηγιέται ο Δάφνης σαν παραμύθι ότι είχεν ακούσει.
Ω κυρά μου, είπε εκείνος, «πώς θες να σας αφήσω στην κατάσταση που βρίσκομαι; Τι με το κρασί που ήπια και με την ευχαρίστηση του να σας βλέπω, δεν θα βρω τον δρόμο για το σπίτι μου. Άστε με να μείνω εδώ μέχρι το πρωί, και όταν ξανάρθω στα καλά μου, θα φύγω όποτε θέλετε.» Άσε τον να μείνει είπε η Αμινά, που και πριν του είχε φερθεί φιλικά. Είναι δίκαιο, μια που μας διασκέδασε τόσο πολύ.
Ή πως έπεσε στο νερό και θα τονέ βγάζανε πνιγμένον και τότε ούτε η μαμά, ούτε ο μπαμπάς, ούτε ταδέρφια θα μπορούσανε να ξαναχαρούν. Ο Σβεν τάκουγε όλα αυτά κ' εννοούσε μόνο πως η μαμά τον αγαπούσε περσότερο από όλους τους άλλους. Έπειτα έβαλε η μαμά το Σβεν και της διηγήθηκε τι είδε και τι έκαμε, πώς διασκέδασε και πόσο μακριά πήγε.
Και χτυπάει γύρω του με το ρόπαλο: «Φευγάτε από δω, Άρχοντες της Κορνουάλλης! Τι μένετε ακόμη; Δε φάγατε αρκετά; Δεν χορτάσατε;» Ο Βασιληάς, αφού διασκέδασε με τον τρελλό, καβάλλησε το άτι του κ' ετοιμάστηκε για κυνήγι με τους βαρώνους και τους ιπποκόμους. «Μεγαλειότατε, του είπεν η Βασίλισσα, είμαι κουρασμένη κι' αδιάθετη! Αφήστε με να πάω να ναπαυθώ στο δωμάτιό μου.
Άκουσε λοιπόν και διασκέδασε, — αν θέλης, εννοείται· υποχρεωμένη δεν είσαι. Είς εκ των πολλών υπαξιωματικών του ελληνικού στρατού επεθύμησε, φαίνεται, να συνδέση την δάφνην του Άρεως προς την μύρτον του έρωτος. Ο πατήρ όμως ήθελε την κόρην του, και η στρατιωτική αρχή ήθελε τον παραπλανηθέντα ήρωά της.
Λένε πως έχει ορυχείο ασημιού. Πόσο διασκέδασε!» «Κερνούσε όλους, ακόμη κι εκείνους που δεν γνώριζε.» «Γιατί το κάνει;» «Καλή είσαι κι εσύ! Όποιος έχει, ξοδεύει.» Ο Έφις ένοιωθε ικανοποίηση, αλλά και ανησυχία. Κάθισε πλάι στον Τζατσίντο και του μετέφερε τα όσα λέγανε οι γυναίκες. «Ορυχείο ασημιού; Ναι, αποδίδει, όχι όμως όσο μια πετρελαιοπηγή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν