Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Ο παρατατικός ήκουσα για τους αρχαίους είταν ο φυσικός τύπος δεν τους έρχουνταν ποτές να το πουν αλλιώς. Προτού να μάθουν τι θα πη γράψιμο, ήξεραν κ' έλεγαν ήκουσα . Στον καιρό του Περικλή δεν είχαν οι Αθηναίοι δασκάλους να τους διδάξουν τα ρήματα. Μόλις γνώριζαν τι θα πη γραμματική. Γραμματικές δε σώθηκαν από κείνα τα χρόνια και πολύ πιο ύστερα αρχίσανε στην Ελλάδα να γράφουνται γραμματικές.

Αρχίσανε να μαλλώνουν κι αναμεταξύ τους. Αυτό ζητούσε κι ο Θεοδόσιος. Ήρθε η ώρα του να το λύση το ζήτημα. Βγαίνει λοιπόν και τους αγοράζει έναν έναν τους Αρχηγούς με δώρα και μ' αξιώματα, και τους παίρνει μέσα στον Αυτοκρατορικό το στρατό. Ένας τους τότες, ο Μοδάρης, τόσο πιστός έμεινε στον Αυτοκράτορα, που βγήκε ύστερα και χτύπησε τους πατριώτες του κ' έσφαξε ως τέσσερεις χιλιάδες τους.

Να μπορούσα λοιπόν και γω να γίνω ένα κομάτι κουπί που φέρνει τόσους ναύτες στην ευτυχία και στη ζέστη της αγκαλιάς σου, ή ένα πανί για να οδηγώ στο λιμάνι, ή ένα σύννεφο ομίχλη που κατακάθισε στην πολιτεία και πέρασεν από το ανοιχτό παράθυρο της κάμαράς σου! Μα η ψυχή μου έχει γεράσει, και τα βουνά αρχίσανε να γερνούνε μαζί μου. Είναι η μοναξά που τα γέρασεν όλα. Μ' αν ερχόσουνε μια στιγμή!

Γιατί να μην εξακολουθήσουν όλα όπως αρχίσανε; Γιατί ήρθε κείνο που δεν το φοβόμουνα και μεγάλωσε κ' έγινε για μένα και για τους δικούς μου μια δύναμη περσότερο επικίντυνη παρά καθετίς άλλο, που είχα φοβηθεί προτήτερα; Μπορούσε να ρωτήση κανείς ακόμα γιατί δεν έρχουνται όλα όπως τα θέλει ο άνθρωπος ή γιατί δεν είναι στο χέρι του να γυρίση την εξέλιξη της ζωής όπως τη θέλει;

Κ' ύστερ' αρχίσανε να κυνηγούνε και πουλιά και πιάσανε με τα βρόχια αγριόχηνες κι αγριόπαπιες και τώγια, ως που η διασκέδαση τους γίνονταν ωφέλιμη και για το τραπέζι. Κι αν είχαν ανάγκη από τίποτε, τόπαιρναν από τους χωριανούς, πληρώνοντας περισσότερα από όσο άξιζε. Μα εχρειαζόντανε μονάχα ψωμί και κρασί και μέρος για να ξομείνουν.

Εκείνη τα σχεδίαζε, τα στάφνιζε, τους έδινε τη χάρη και το ρυθμό. Σε τίποτα δεν καταπιανόταν το γέρικο αντρόγυνο χωρίς το θέλημα της κόρης. Και όμως τώρα που τους πλάκωσαν τα χρόνια αρχίσανε κ' οι δυο τους τις αναποδιές. Βλέπουν την Ελπίδα που μεγαλώνει και ανησυχούν για το μέλλον της.

Ένας δίοπος, βαλμένος κει, πρόσεχεν ώστε το άπλωμα να γίνεται κανονικό. Όταν τελείωσαν όλοι το πλύσημο και το άπλωμα, ο δίοπος σφύριξε με τη σφυρίχτρα, και οι σχοινένιοι ε π ά ρ τ ε ς αρχίσανε ν' ανεβαίνουνε με αργή μεγαλοπρέπεια στο ύψος του πλωριού καταρτιού, στάζοντας από τα βρεμένα ρούχα. Από κάτω ο Ρένας, είχε σηκώσει το κεφάλι του, και ξέσπαζε με τους άλλους ναύτες, σε ιαχές. Να τώρα!

Ξαφνικά σε μια δυνατή γροθιά που του ζάλισε το κεφάλι τόβαλε στα πόδια, και γλύτωσε μέσα από τη θωρακισμένη πόρτα του πρόστεγου. Δυο-τρεις τον πήρανε κατά πίσω κι' όλοι αρχίσανε τις φωνές: — Ώωω! Ώωω! Ώωωω! Του Ρένα τα μάτια από λίγο να δακρύσουν.

Ένα μόνο δεν ήξερε ο Σβεν και δεν μπορούσε να το νοιώση: Πόση ώρα έλειπε από κει. Γιατί δυο ώρες και μια στιγμή είτανε γι' αυτόν το ίδιο. Όταν όμως πέρασε γοργά το λιβάδι κι άρχισε να τρέχη πάλι για να φτάση στη μαμά και να τον αγκαλιάση εκείνη, να τον χαδέψη και να τον φιλήση, κι αυτός να της διηγηθή τι ωραία που διασκέδασετότε τρόμαξε ο Σβεν ακούοντας πώς αρχίσανε να φωνάζουνε γύρω του.

Και του χρόνου χωρίς κοιλιά! επρόσθεσεν ο Μουστοβασίλης, εκφέρων διά λογοπαιγνίου την ευχήν «χωρίς σκυλιά», δηλαδή χωρίς Τούρκους. — Αμήν! — Θωρείς τα δα τα λόγια του Τακτικού πώς αρχίσανε να βγαίνουνε; είπεν ο Σαϊτονικολής προς τον παπάν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν