Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Κι όταν πια ήλθαν η Χλόη κ' οι άλλοι, αφού άναψε φωτιά, από τα κρέατα άλλα τάβρασε κι άλλα τάψησε και πρώτα ξεχώρισε για τις Νύμφες το καλύτερο μέρος κ' έχυσε λίγο από κροντήρα, που ήτανε γεμάτη μούστο. Και σαν έστρωσε στρώμα από φύλλα χλωρά, αρχίσανε να τρων και να πίνουν και να διασκεδάζουν, και συνάμα είχε το νου του στα κοπάδια, μήπως λύκος πέφτοντας μέσα σ' αυτά κάμη τα έργα των εχτρών.

Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα, ανήμερα των Ταξιαρχώνστην Αθήνα. Ο παπάς γιόρταζε και είχανε τραπέζι το βράδυ. Δεν ήτανε πια κοπέλλα, ούτε νέα καλάκαλά. Είχε πατήσει τα τριάντα. Αφού φάγανε και ήπιανε, αρχίσανε την ψαλτική, τα τροπάρια. Άλλο τραγούδι δεν ήθελε ο παπάς στο σπίτι.. Πότε περάσανε τριάντα χρόνια!

Οι γονείς του τον τάξανε στον Θεό για να δυναμώση και να γίνη γερός κι' αντρειωμένος, μα ο Τρισκατάρατος είχε βάλει την ουρά του πριν βάλη ο Θεός το χέρι του. Σιγάσιγά τα πόδια του Γιαννάκη αρχίσανε να λιγύζουν, το κορμάκι του να ζαρώνη και με τον καιρό ένα καρβέλι του φάνηκε αποπίσω του κι' άλλο ένα από μπρος του.

Ό-οχι! «Τα παιδάκια» ! «Τα παιδάκια» ! και δυο-τρεις αρχίσανε τα τραγουδάνε δυνατά, για να μην τους περάση το πείσμα εκεινών: Τα παιδάκια μου, γι’ ακούστε να σας πω μια συμβουλή!. . . Ο Μίμης της θύμησε πως την είχε αγκαζάρει για ένα βαλς κ’ ήτον αυτό, είπε, πουρχόταν τώρα.

Ωστόσο εκείνα που μου είπε για την αγάπη της σε μας αρχίσανε λίγο λίγο να διώχνουνε μέσα στη σκέψη μου όλα τάλλα, που μαρτυρούσανε τον πόθο να πεθάνη, έναν πόθο που της είχε καταντήσει σχεδόν απόφαση. Την έβλεπα ναγωνίζεται μεταξύ εκείνου, που αιστανότανε για μας τους τρεις, που ζούσαμε ακόμα, και του θολού πόθου, που την έσερνε σε κείνον που χάθηκε.

Αυτή πήγε να σηκωθή από 'κεί καθώς τον είδε. Μα δεν την άφησε. . της είπε να κάτση, γιατ' αλλοιώς θάφευγε κι αυτός: κ' έτσι ξανακάθησε στην άλλη άκρη του σκαλοπατιού Και το φεγγάρι στρογγυλοπρόσωπο, άσπρο σαν το γάλα, ολοένα ανέβαινε πιο αψηλά και ξεδίπλωνε την αχτιδένια κόμη του που ολόγυρα στο πρόσωπό του ήτονε σαν κόκκινο χρυσάφι, μα καθώς άνοιγε κ' έπεφτε πιο ανάρια κι από πιο ψηλά, γινόταν ένα πέπλο, μυριοξέδιπλο, υφασμένο απ' ασημένια σιγαλιά και θλίψη γλυκειά γλαυκή, που τύλιγε όλον τον ουρανό και τη γης μαζί σ’ ένα σβήσιμο ευτυχίας αλάλητο. . . Και το φεγγάρι ακκούμπησε τα γιασεμένια του τα μάγουλα στο τζάμι της Βεριγινίας που κειτόταν έρημη μες τη σκοτεινή της κάμαρη. . και χύθηκε ένα φωτοπόταμο αργυρόλαυκο απάνω στο κρεββάτι της. . κι αυτό περνούσε πλατύ και ήρεμο από πάνω απ’ την κουβέρτα της Βεργινίας και κατέβαινε, χωρίς να παφλάζη, κάτω στο πάτωμα και κυλιόταν αμίλητο, αργοστάλαγο, μπρος απ’την πόρτα πούβγαινε στην αυλή κ' ίσαμε τον τοίχο κι 'ανέβαινε και στον τοίχο ακόμα, όπως κάνει το νερό του συντριβανιού, ασάλευτο πάντα, μα και λαχταριστό στην ανθισμένη αφροκορφή του, ως απάνω στο ταβάνι κ' εκεί έσβηνε, χάνονταν κάτω απ’τη σκεπή. . . Της Βεργινίας το πρόσωπο έμενε στο σκοτάδι: φέγγριζε κι αυτό με τη χλωμάδα του σαν κάποιο άλλο φεγγάρι πεθαμένο- Κύτταζε η Βεργινία τη γλυκόϋπνη κι ασημένια νάρκη του ποταμιού που κυλούσε απ’ ταφάνταστα βάθη τουρανού -αναγάλλισμα μιας άλλης ζωής πιο γλυκείας και πιο αιώνιας-, που περνούσε αποπάνω απ’ αυτό το κρεββάτι του ανθρώπινου καημού και πάλι, αψηλώνοντας ως τη σκεπή, έφευγε σταπόμακρα και στα ουράνια. . . Αχ! πόθησε να πάη μαζί του, η ποθοπλανταγμένη, να σβήση τη λαχτάρα της μέσα σ' αυτής της αγαλοστάλαγης φεγγαρίσιας λύπης το γάλα το γλαυκόφεγγο το γλυκοϋπνιασμένο. . . Όταν της έδωκε ο Νίκος απόψε το υπνωτικό, το ήπιε με τον ίδιο πόθο να μην ξυπνούσε πια· ήθελε να του πη να της δώση κι άλλο ένα σκονάκι για να κοιμηθή καλύτερα, μα εκείνος έφυγε αμέσως από κοντά της- Και τώρ’ αυτός ο πόθος της για να σβήση έκαμε μέσα της φτερά, φτερούγες υπερδύναμες που αρχίσανε να σαλεύουν έτσι πούνοιωσε να τη σηκώνουν ολόρθη στο κρεββάτι.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν