United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι γαμπροί εδώ οι ξύλινοι, μια δραχμή ο ένας, η νύμφες αυταίς ένα δίδραχμο. Τα κουκλάκια τριάντα λεπτά! — Καλά, μπάρμα-Σταυρή, καλά, είπεν ο Σπύρος, σείων θλιβερώς την κεφαλήν του, φθάνει, μη κουράζεσαι.

Κυνηγώντας στη Λέσβο, μέσα σε δάσος, που ήταν αφιερωμένο στις Νύμφες, είδα το πιο ωραίο πράγμα από όσα έχω ιδή. Ζωγραφιά, εξιστόρηση έρωτα. Όμορφο ήταν και το δάσος, πολύδενδρο, ανθισμένο, καλοποτιζούμενο· μια πηγή τάθρεφε όλα, και τα άνθη και τα δέντρα.

Λοιπόν μήτε τη Μέθυμνα θα ιδήτε με τέτοια πλιάτσικα πηγαίνοντας εκεί, μήτε θα γλυτώσετε από τούτο το σουραύλι, που σας ετρόμαξε, μόνε θα σας κάνω θροφή των ψαριών, αφού σας βουλιάξω, ανίσως και δε γυρίσης πίσω στις Νύμφες όσο μπορείς γληγορότερα και τη Χλόη και τα κοπάδια της Χλόης και τα γίδια και τα πρόβατα. Σήκω λοιπόν και βγάλε στη στεριά την κόρη μαζί με όσα είπα.

Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν.

Αφού λοιπόν επήγανε στου Λάμωνα κ' έφερναν το Δρύαντα εμπρός στο Μεγακλή και τη Νάπη στη Ρόδη την εσύστησαν κ' ετοιμάζανε μεγαλόπρεπα όσα χρειαζόντανε για τη γιορτή. Έταξε λοιπόν ο πατέρας της τη Χλόη στις Νύμφες και μαζί με άλλα πολλά έκαμεν αφιερώματα τα σημάδια κ' έδωκε στο Δρύαντα όσα λεφτά έλειπαν για να γίνουνε δέκα χιλιάδες.

Αμέσως λοιπόν ετρέξανε στις Νύμφες και στη σπηλιά· κι από εκεί στον Πάνα και στο πεύκο· ύστερα στη βαλανιδιά, όπου καθούμενοι και τα κοπάδια έβοσκαν κ' εγλυκοφιλούσαν ο ένας τον άλλο.

Η σήριγγα τούτη, τόργανο, δεν ήτανε όργανο, παρά κόρη όμορφη και με φωνή γλυκιά· έβοσκε γίδια, έπαιζε μαζί με τις Νύμφες, ετραγουδούσε όπως τώρα. Ενώ αυτή έβοσκε, έπαιζε, ετραγουδούσε, ο Πάνας, αφού πήγε κοντά της, την παρακαλούσε για ό,τι την ήθελε και της έταζε πως θα κάνη όλες τις γίδες της να γεννούνε διπλάρια.

Μπαίνουν θεριστάδες, ωραία ντυμένοι· κάνουν με τες Νύμφες ένα νόστιμο χορό· προς το τέλος, ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ ταράζετ' έξαφνα, και μιλεί· ύστερα με μία παράξενη, κούφια, και ανακατωμένη βοή, θλιβερά γίνοντ' άφαντοι. Είχα λησμονήσει τη μαύρη εκείνη συνωμοσία του ζώου Κάλιμπαν με τους συντρόφους του, να με χαλάσουν· η διωρισμένη στιγμή επλάκωσε. Εξαίρετα. Φευγάτε· παύσετε.

Κ' ήτανε πια ο ένας δέκα πέντε χρονών κ' η άλλη μικρότερη δυο χρόνια, όταν ο Δρύαντας κι ο Λάμωνας βλέπουν την ίδια νύχτα τέτοιο όνειρο. Τους φάνηκεν ότι οι Νύμφες εκείνες, που ήτανε στη σπηλιά, όπου η πηγή, όπου βρήκε το παιδί ο Δρύαντας, παράδωσαν το Δάφνη και τη Χλόη σε παιδί πολύ ζωηρό κι όμορφο, που είχε φτερά στους ώμους κ' εκρατούσε σαΐτες μικρές μαζί με δοξάρι.

Άμα λοιπόν ο Δάφνης εκατάλαβε τα όνειρα των Νυμφών και τα έργα του Πάνα, λέει κι αυτός όσα είδε κι όσα άκουσε· κι ότι ενώ είχε σκοπό να πεθάνη έζησεν εξαιτίας τις Νύμφες. Κ' ύστερα τήνε στέλνει να φέρη το Δρύαντα και τα χρειαζούμενα για θυσία.