Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Τότε ο Δάφνης αφού μάζεψε όλα τα τσοπάνικα πράματά του, τα εμοίραζε σαν τάματα στους θεούς· στο Διόνυσο αφιέρωσε το ταγάρι και το τομάρι· στον Πάνα το σουραύλι και το παγιαύλι· στις Νύμφες την αγκλίτσα και τα καρδάρια, που τάχε φτιάσει ο ίδιος.
Το παιδί, που ήτανε στον κήπο, είδανε κ' οι πατέρες μας στ' όνειρό τους εκείνο κι αυτό πρόσταξε να βόσκουμ' εμείς τα κοπάδια. Πώς μπορεί να το πιάση κανένας; Μικρό είναι και θα φύγη. Και πώς μπορεί να του ξεφύγη κανείς; Φτερά έχει και θα τόνε φτάση. Πρέπει να παρακαλέσουμε τις Νύμφες να μας βοηθήσουνε. Μα μήτε ο Πάνας βοήθησε το Φιλητά, όταν αγαπούσε την Αμαρυλλίδα.
Γάμοι που μας γεννήκατε κι αναδωμένο το ίδιο πάλιν έχετε σπέρμα εσείς, γάμοι, πατέρες μας εδείξατε, αδέλφια, τέκνα, μητέρες, νύμφες, σύζυγους, ξανασμιγμένον αίμα και όσα αισχρότατα μεσ’ στους ανθρώπους. Σιωπώ, αφού είναι ανάξιο να λέγωνται όσα είν’ άνομο να γίνωνται.
Ο Θύρσις απ' την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι· Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, πού κ' οι Νύμφες; Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια; Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.,
Κι όταν από όλ' αυτά έγιναν πιο ζεστοί και πιο ζωηροί, αρχίζουνε να μαλώνουνε σαν ερωτευμένοι και σε λίγο κατάντησαν και στους όρκους. Ο Δάφνης λοιπόν, αφού πήγε κάτω από το πεύκο, ορκίστηκε στον Πάνα να μη ζήση ποτέ μονάχος μήτε μια μέρα δίχως τη Χλόη. Κ' η Χλόη αφού μπήκε στη σπηλιά ορκίστηκε στις Νύμφες, ότι θα ζήση και θα πεθάνη μαζί με το Δάφνη.
Χωρίς να υποψιαστή τίποτε από τα μελλούμενα ο Δάφνης, αμέσως σηκόνεται κι αφού επήρε την αγκλίτσα του, ακολουθούσε τη Λυκαίνιο· κι αυτή τον έφερνε όσο μπορούσε μακριά από τη Χλόη κι όταν εφτάσανε στο πιο δασό μέρος κι αφού τον παρακάλεσε να καθίσουνε κοντά σε μια πηγή, του είπε: — Αγαπάς, Δάφνη, τη Χλόη· κι αυτό το έμαθα εγώ τη νύχτα από τις Νύμφες.
Κι όχι τότε μονάχα, παρά κι όσο εζούσανε, τον περισσότερο καιρό τον επερνούσανε σαν βοσκοί, λατρεύοντας τους θεούς, τις Νύμφες και τον Πάνα και τον Έρωτα, αποχτώντας παραπολλά κοπάδια πρόβατα και γίδια και νομίζοντας γλυκύτατη θροφή τα πωρικά και το γάλα. Μα και σε γίδα έβαλαν αρσενικό παιδί τους να βυζάξη και κοριτσάκι, που δευτερογεννήθηκε, τόκαμαν να πιή από μαστάρι προβατίνας.
Κι άμα ξαλάφρωσε από την πίκρα το Λάμωνα και τους δικούς του και τους εγέμισε χαρά, και θροφή εδοκίμασε και πήγε για ύπνο, όχι όμως δίχως δάκρυα κι αυτόνε, μόνο παρακαλώντας να ξαναϊδή τις Νύμφες στ' όνειρό του και νάρθη γλήγορα η μέρα, που του έταξαν τη Χλόη. Η νύχτα εκείνη του φάνηκεν ότι ήτανε πιο μεγάλη από όλες. Και τούτα γίνανε στο διάστημά της.
Άραγε να τον πέταξε κι αυτόν κανένας σαν τη Χλόη; Άραγε να τόνε βρήκε κι αυτόν ο Λάμωνας, όπως εγώ τη Χλόη; Άραγε να ήτανε κοντά του και σημάδια όμοια μ' εκείνα που βρήκα κ' εγώ; Αν είναι έτσι, ω αφέντη Πάνα κι αγαπημένες Νύμφες, χωρίς άλλο αυτός άμα βρη τους εδικούς του, θα βρη και κάτι από το μυστικό της Χλόης. Τέτοια στοχαζότανε μονάχος του κι ονειρευόταν ίσαμε τ' αλώνι του.
Πώς αποκοτήσατε να κάνετε αυτά σαν εξωφρενιασμένοι. Εγεμίσατε πόλεμο την αγαπημένη μου εξοχή· αρπάξατε κοπάδια βόιδια και γίδια και πρόβατα, που εγώ τα νοιαζόμουν· ξεσύρατε από τους βωμούς παρθένα, που ο Έρωτας θέλει να κάμη μ' αυτή παραμύθι και δεν εφοβηθήκατε μήτε τις Νύμφες που σας εβλέπανε, μήτε εμένα τον Πάνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν