Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Τότε ο Δάφνης αφού μάζεψε όλα τα τσοπάνικα πράματά του, τα εμοίραζε σαν τάματα στους θεούς· στο Διόνυσο αφιέρωσε το ταγάρι και το τομάρι· στον Πάνα το σουραύλι και το παγιαύλι· στις Νύμφες την αγκλίτσα και τα καρδάρια, που τάχε φτιάσει ο ίδιος.

Εκείνος μάζεψε από χάμου τον πανσέ και πήγε να κάτσει στη σκάλα, όπως τη νύχτα μετά το θάνατο της ντόνας Ρουθ. Δεν αναρωτιόταν πλέον γιατί η Νοέμι απαρνιόταν τη ζωή∙ νόμιζε πως καταλάβαινε. Ήταν η τιμωρία του Θεού που έπεφτε επάνω του, η τιμωρία που βάραινε επάνω σ’ όλο το σπίτι. Κι εκείνος ήταν το σκουλήκι μέσα στο φρούτο, ήταν το σαράκι που έτρωγε το πεπρωμένο της οικογένειας.

Εκείνη πέταξε το δεμάτι, μάζεψε τα χρήματα τρομαγμένη σαν το πουλάκι που τσιμπάει τα ψίχουλα και το ’σκασε πηδώντας ευκίνητη. Αλλά η Κυρία της γέννας, αν και είδε τα ζεστά, υγρά νομίσματα μέσα στη χούφτα του κοριτσιού που έκαιγε, την έφτυσε στο πρόσωπο για να της φύγει ο φόβος και της είπε γελώντας: «Πήγαινε, γιατί έχεις πυρετό και παραισθήσεις. Τα νομίσματα θα πρέπει να τα βρήκες.

Άμα έχασε αυτός τους βοηθούς του, ξεκίνησε κατά την κάτω Μοισία, μάζεψε καινούργιο βαρβαρικό στρατό, κι άρχισε πάλε τον πόλεμο. Σε μια του νίκη έβαλε τον αυτοκρατορικό στρατηγό σε κλουβί και τονέ γύριζε. Σε άλλη ακόμα μεγαλήτερη μάχη του, κοντά στην Οδησσό της Θράκης, έπεσαν ως εξήντα χιλιάδες δικοί μας.

Εκεί που πασχίζανε μαζί, την πήρε κατά μέρος η γειτόνισσα και της τάπε όλα, τα τι λέγανε για το κορίτσι στο δρόμο οι γυναίκες. Έγινε η θεια Ελέγκω θεριό μονάχο. Σαν αποτελείωσαν τη δουλειά τους, είπε της Λιόλιας: Έλα μάζεψε τα ρούχα σου ναρθής σπίτι μου, στο μενούτο!

Μάζεψε το αρμίδι του, έβαλε τη λαγουδέρα στο τιμόνι, πήρε το αγκουρέτο μες στη βάρκα, ζύγωσε τη βάρκα στη σκάλα κι' άρχισε να λύνη το μεγάλο κόκκινο πανί. Οι βιολιτζήδες πήδησαν μες στη βάρκα. — Άλα, γέρο! Πήρε να φρεσκάρη. Αβάρα να φεύγουμε... Το πανί φούσκωσε λασκάδο. Η φελούκα γλύστρησε επάνω στα βραδυνά νερά.

Ακούγει ο Κωσταντίνος ιεροσυλίες, φονικά, στάσες, τέλος πως και θησαυρό μεγάλο μάζεψε τάχα ο Αθανάσιος να πολεμήση τον Άρειο και τον Κωσταντίνο, έχοντας κι άσκημα γράμματα από τον Έπαρχο το Φιλάγριο που δεν του ερχότανε να βλέπη τον Αθανάσιο να τονέ θεοποιή ο λαός, άρχισε πάλε να οργίζεται και να χολοσκάνη. Έγινε ο σκοπός του Ευσεβίου. Ήρθε η ώρα του.

Αφού περιπλανέθηκε από χώρα σε χώρα και μάζεψε με πονηρίες κάμποσα χρήματα, κατέβηκε ο Αριστίωνας στην Αθήνα κ' έκαμνε το Σοφιστή. Από Σοφιστής κατάντησε πολιτικός, κ' οι Αθηναίοι, που στο αίμα τους το είχανε να τους πιστεύουν τους τέτοιους, τόνε διώρισαν «Πρεσβευτή» να πάη να τους ενεργήση συμμαχία με το Μιθριδάτη! Δεν άργησε να γίνη στενός φίλος του Μιθριδάτη. Αυτή είταν η τέχνη του.

Ζήτησε τότες ο στρατηγός ο Υπάτιος, ανιψιός του Αναστασίου, να πέση στη θάλασσα και να γλυτώση κατά το Σλαβικό τρόπο, βουτώντας δηλαδή κάτω από τα νερά κι αναπνέοντας με ψιλό μασούρι. Δεν καλογνώριζε όμως την τέχνη, και πιάστηκε αιχμάλωτος. Μάζεψε μεγάλα πλούτη σ' αυτούς τους πολέμους ο Βιταλιανός, και κατάντησε είδος αυτοκράτορας της Μοισίας και της Σκυθίας.

Μάζεψε το πανί, πήρε μέσα το φλόκο κ' έβαλε τα κουπιά στους σκαρμούς, Οι βιολιτζήδες τα γύρισαν κι' άρχισαν πάλι τα πειράγματα. — Έλα, γέροπατέρα, άσε τώρα τα κουπιά και παίξε μας κανένα σκοπό, να θυμηθής τα ντέρτια σου, ως που να βγάλη η στεριά! είπε το Βιολί.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν