United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ως στο πυργί σαν έφτασε κι' ως στων αντρών τον κύκλο, ρήχνει τα μάτια ... στέκεται... και βλέπει ομπρός στη χώρα που κατά γης τον έσερναν και που γοργά τα ζώα τόνε τραβούσαν ξέγνιαστα προς το καραβοστάσι. 465 Νύχτα τα μάτια σκοτεινή της σκέπασε, και πίσω σωριάστηκε, μες στο λαιμό τής πιάστηκε η ανάσα, κι' έρηξε αλάργα τη λαμπρή δεσιά οχ την κεφαλή τηςστεφάνι και χρυσόχτενο κι' ωριοπλεμένο δίχτυκεφαλοδέτη πούλαβε απ' τη χρυσή Αφροδίτη, 470 τη μέρα νύφη ο Έχτορας π' από του Αητιού τον πύργο την πήρε αφού της χάρισε μύρια στολίδια πλούσια.

Τους έδειξε μια σκλήθρα Κ' είπε πως ήτανε κεντρί.. Κι' όταν ο γέρο μάντης Εξάνοιξε ’ς την αγκωνή, μελαχρινή λουρίδα, Που πρόβαινε σα σερπετό, του θόλωσαν τα μάτια, Που πιάστηκε η αναπνοά, του αχνίσανε τα χείλη, Βαρειά, βαρειά αναστέναξε κ' εκόπηκε η φωνή του... — Διαμάντη, τι σ' εξάφνισε;... — Οχιά με τον οσκρό της.

Ούλες της φορές τα διπλάρικα δεν πέφτουν μαζύ, απ' την κοιλιά. Το ένα, το πλειό αδύνατο απ' τα δυο, αργεί και ώρες και 'μέρες να πέση. — Αλήθεια! Έχω ακουστά μου, είπεν ο Γιάννης. — Κατά πώς φαίνεται, συνεπέρανε λίαν σοβαρά η Φραγκογιαννού, αυτήν την φορά το ένα το παιδί θα πιάστηκε ύστερ' απ' το άλλο. — Αυτό είναι τάχα; είπε με ήθος οίκτου ο Λυρίγκος.

Σερπετό και ερπετό . Επροτίμησα το πρώτον προς διατήρησιν της περιέργου ταύτης διαλεκτικής διαφοράς. Του πιάστηκε η αναπνοά. σ. 94. Μη πιστεύση τις ότι κατά λάθος έγραψα αναπνοά αντί αναπνοή , ηθέλησα εκ προθέσεως να τηρήσω τον περισωθέντα τούτον αιολοδωρικόν πλατειασμόν. » Οχιά με τον οσκρό της. σ. 95. Οσκρός το κέντρον του σφηκός και της μελίσσης λεγόμενον και επί της γλώσσης του όφεως.

Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου. — Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι; Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν. — Τι έχεις, μάνα; Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.

Σα να είτανε βαριεστημένος ο κόσμος από τα δυστυχήματα κι από Θεούς που δεν τον παρηγορούσαν, και πιάστηκε από την αγάπη του Χριστού με την ίδια τη λαχτάρα που αγκαλιάζει μισοπνιγμένος πλεούμενο ξύλο. Ζητήσανε στην αρχή να φυλάξουν τη νέα θρησκεία μέσα στην Ιουδαία μονάχα, και να κλείσουν απέξω τους ξένους.

Ζήτησε τότες ο στρατηγός ο Υπάτιος, ανιψιός του Αναστασίου, να πέση στη θάλασσα και να γλυτώση κατά το Σλαβικό τρόπο, βουτώντας δηλαδή κάτω από τα νερά κι αναπνέοντας με ψιλό μασούρι. Δεν καλογνώριζε όμως την τέχνη, και πιάστηκε αιχμάλωτος. Μάζεψε μεγάλα πλούτη σ' αυτούς τους πολέμους ο Βιταλιανός, και κατάντησε είδος αυτοκράτορας της Μοισίας και της Σκυθίας.

Είναι, φαίνεται, κορίτσια καλής τάξης και τούτη η περιπέτεια μπορεί να μας δώση μεγάλα ωφελήματα σ' αυτό τον τόπο. Ήθελε να εξακολουθήση, μα η γλώσσα του πιάστηκε, άμα είδε τα δυο κορίτσια ν' αγκαλιάζουνε τρυφερά τις δυο μαϊμούδες, να ξεσπούνε σε κλάματα πάνω στα σώματά τους και να γεμίζουνε τον αέρα από τα πιο πονεμένα ξεφωνητά.

Ο ίδιος είναι, και πάντα ο ίδιος. Παλικαριά όση θέλεις, εγωισμός άλλος τόσος. Η παλικαριά με τα θάματά της τον έδιωξε τον Τούρκο απ' αυτά τα βουνά· όταν όμως έμεινε η παλικαριά μοναχή με τον εγωισμό, από τα μαλλιά λες και πιάστηκε μαζί του, κ' έπεσε μονομιάς κάτω λαβωμένη, αφανισμένη. Πήρε τότες απάνω του ο Εγωισμός, και καλοθρονιάστηκε μέσα στην καρδιά του Ρωμιού.

Κι' έπεσε πάει απ' όλους μας η πιο καλή μας σπάθα, ο Πάτροκλος, και το στρατό γονάτισε ο χαμός του. 690 Μα τρέξε εσύ στα πλοία εφτύς και πες το τ' Αχιλέα, μήπως προφτάσει το νεκρό και σώσει ως στα καράβια γυμνό· τα όπλα βρίσκουνται στου Έχτορα τα χέριαΕίπε, κι' εκιός λες πάγωσε σαν άκουσε το λόγο. Ώρα πολλή λογαλαλιά τον είχε, κι' η ανάσα 695 τού πιάστηκε, και γιόμισαν τα διο του μάτια δάκρια.