United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα τρόφιμα του τέλειωσαν γρήγορα, όταν έφτασε στην Ολλανδία· αλλ' έχοντας ακουσμένα πως όλος εδώ ο κόσμος ήτανε πλούσιος και καλοί χριστιανοί, δεν αμφέβαλλε πως θα τον μεταχειριζοντανε τόσο καλά, όσο στον πύργο του κυρίου βαρώνου πριν διωχτή για τα ωραία μάτια της δεσποινίδας Κυνεγόνδης.

Γιόνε αφού μούδωκε λαμπρό της δόλιας να γεννήσω, πρώτο λεβέντη, κι' έρηξε λες ύψος σα φυντάνι, σα δέντρο εγώ τον άντρωσα π' ανθίζει σε περβόλι, κι' έτσι στην Τρία τον έστειλα να πολεμήσει Τρώες 440 μ' αρμάδα αναφρυδόπλωρη, μα πια δε θα γυρίσει ξανά ναν τον δεχτώ η πικρή στο γονικό του πύργο. Μα κι' όσο ζει και βλέπει ήλιου αχτίδα, πάλε ακόμα πάθια τον δέρνουν και καμιά βοήθια εγώ δεν τούμαι.

Ποτές δεν έλαβα επιστολή της, είπε ο Αγαθούλης: γιατί, φαντασθήτε, επειδή με διώξαν από τον πύργο για τον έρωτά της, δε μπόρεσα να της γράψω· λίγο κατόπι έμαθα, πως είχε πεθάνει, αργότερα την ξαναβρήκα και την ξανάχασα και της έστειλα από δυόμιση χιλιάδες λεύγες έναν αγγελιοφόρο, από τον οποίον περιμένω απάντηση. Ο αββάς άκουε προσεχτικά και φαινότανε λιγάκι ρεμβώδης.

Αν δεν την ήξερα όχι εκατό φλωριά, αλλά και χίλια αν είχα θα μου τάπαιρναν οι κλέφτες. Κοιμήθηκε το βράδυ εκεί πέρα και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε. Περπάτησεπερπάτησε και το βράδυ έφτασε σ' έναν άλλο σταθμό. Εκεί που ετοιμάζονταν να φάγη λαβαίνει κάλεσμα από τον άρχοντα του τόπου, να πάη στον πύργο του. Θέλοντας και μη, κίνησε και πήγε.

Πάγωσε ο Αίας κι' έκραξε παρέκει τ' αδερφού του «Τέφκρο μου, πάει πια χάσαμε το μπιστεμένο φίλο, το γιο του Μάστορα, που εμείς σαν ήρθε απ' το νησί του πατέρα λες τον είχαμε στον πύργο μας. Να, τώρα του Έχτορα τον σκότωσε η χέρα η μεστωμένη. 440 Μα πούναι τώρα οι φτερωτές σαΐτες σου, αδερφέ μου, και το δοξάρι σου που ο γιος σου χάρισε του Δία

Κι' εκεί είτανμε τον Πρίαμο, τον Πάνθο, το Θυμοίτη. το Λάμπο, τ' Άρη ξακουστό βλαστάρι, τον Κλυτίο, τον Ικετά — ο Αντήνορας κι' ο Ουκαλέγος, άντρες με νου κι' οι διο και πρόκριτοι, στον πύργο καθισμένοι.

Όρμησε τότες ο γιος τ' Ατρέα σα λύκος, κι' απ' τ' αμάξι αφτοί τόνε περικαλούσαν 130 «Πάρε μας έτσι ζωντανούς και δε θα μετανιώσεις, τ' Ατρέα γιε! Έχει θησαβρούς μεγάλους, κι' έχει πλούτηχαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένοστου μυριοπλούσιου μας γονιού, στον πύργο τ' Αντιμάχου· για ξαγορά μας άπειρα θα σου μετρήσει ο γέρος, αν μάθει ακόμα ζωντανούς πως μας κρατούν στα πλοία135

Πότε σας είδε ο κόσμος;... Σας χαίρονται τάγρια βουνά, κ' έχετε συντροφιά σας Τον πύργο τον σκοταδερό, της ποταμιάς το ρέμμα, Τ' αγέρι, τ' άγρια πουλιά, τον ήλιο και τ' αστέρια. Σας παίρν' η άνοιξ' η γλυκειά και λυόνουνε τα χιόνια, Και λουλουδιάζουν τα βουνά και κελαϊδούν τ' αηδόνια, Κι' ο κόσμος όλος χαίρεται κ' η πλάση αναγεννιέται, Εσείς και τότε θλίβεστε, και κλαίγεστε για ταίρι.

Μικρός σαν είταν, ο Κισσιάς, της μάννας του ο πατέρας, της Θεανός, στον πύργο του τον είχε αναθρεμένα· κι' όταν στην ώρα απέ έφτασε της λεβεντιάς και νιότης, 225 κοντά του αφτού τον βάσταξε, γαμπρό του ναν τον κάνει· μα ότι τον πάντρεψε, άφισε τη νύφη αφτού και πήγε, όπου άκουγε τους Αχαιούς, με δώδεκά του πλοία. Όμως κατόπι τ' άφηκε τα πλοία στην Περκώτη και κίνησε να πάει πεζός.

Είχα πενήντα γιους εγώ σα φτάσανε οι Αργίτες, 495 που δεκαννιά τους από μια γεννήθηκαν μητέρα, και τους λοιπούς μου γέννησαν μέσα στον πύργο οι σκλάβες. Μα ο άγριος Άρης θέρισε τους πιο πολλούς· κι' απ' όλους τον πιο καλό μου, που λαό διαφέντεβε και κάστρο, τον Έχτορα, στερνά κι' αφτόν, ενώ για την πατρίδα 500 πολέμαε, εσύ τον σκότωσες.