United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκόλλησε το χλωμό πρόσωπό του στο σιδερόφραχτο φεγγίτη μπροστά, και μας άφισε τον υστερνό χαιρετισμό·Έχετε γεια, ωρ' αδέρφια! Καλή κοινωνία, ωρές παιδιά! είπε κ' εροβόλησε περίχαρος τη σάπικη σκάλα του Ένα και του Τέσερα . Του Ψυχομάνη τάγρια μάτια αστραποβόλησαν στη φωνή, κατά την πόρτα, πούχε χαθή πίσωθέ της του Καναβιού η ολόχαρη μορφή. Ξανάτριξε τόρα τα δόντια με λύσα, από μέσα.

Για να θεμελιώση το Κράτος του με τρόπο που να μη φοβάται από τάγρια στοιχεία που το τριγύριζαν, έπρεπε να στήση το κέντρο του σε τόπο μ' έξοχα στρατηγικά, διοικητικά, κ' εμπορικά προτερήματα. Μέρος που να το διαφεντεύουν και να το θρέφουν από κάθε μεριά θάλασσες.

Αφού δεν άνοιξες τα σπλάχνα σου να τα καταπιής τάγρια τα ψυχοπαίδια σου, πώς δεν τα ημέρεψες, πώς δεν τάκαμες ένα μαζί σου; πώς δεν τανάθρεψες να σαγαπούν και να σε τιμούν, τη γλώσσα σου να μιλούνε, να λατρεύουνε το Σταυρό σου, καμάρι να σέχουν, και την καταγωγή τους να ντρέπουνται; Εσύ η Βασιλοπούλα, που έναν Ηρώδη μια φορά μάγευες και δικό σου τον έκαμνες, πώς να μην ταλλάξης με τη θαματουργή σου τη χάρη το σκυλολόγι που θρέφεις;

Μένει περίλυπη η καρδιά, μα η απελπισιά πια δεν τα χτυπάει εκεί μέσα τάγρια φτερά της. Καθούμουνα κι άκουγα σα φταιξιάρης. Αρνί αθώος θαρρούσα πως είμουν, κι αυτή ανήμερο θεριό με ζουγράφησε. Μάρτυρας, και δαίμονα μ' έκαμε! Μιλούσε σα να τριγύριζαν τον τόπο μας μεγάλα δεινά. Για θανατικά μου μιλούσε. Δίχως άλλο η Αγιά Μαρίνα είταν κ' ήρθε να με γλυτώση δείχτοντάς μου της αγάπης το δρόμο.

Συλλογιζότανε το βασιλόπουλο, που η προσταγή του πατέρα της το είχε στείλει μακρυά, να το φάνε τάγρια θηρία. Τα δάκρυά της, που πέφτανε ζεματιστά απάνω στα μάγουλά της και στα στήθη της, μαράνανε σιγάσιγά τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της. Κ' η βασιλοπούλα, σαν έβλεπε τα κάλλη της τα μαραμένα, έκλαιε διπλά δάκρυα για το βασιλόπουλο και για τον εαυτό της.

ΙΩΝ Αν είν' αυτό αληθινό, είνε γλυκό για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Με σπάργανα παρθενικά σε τύλιξα, υφασμένα απ' τον δικό μου αργαλειό• δεν σου 'δωσα το γάλα, στο στήθος μου δεν σ' έθρεψα, λουτρό δεν σου χω κάμη• μέσαερημική σπηληά έρημο σε είχα αφήση, στα όρνια τάγρια τροφή, στον άδη να σε στείλω. ΙΩΝ Τι φοβερά που το 'καμες, μητέρα μου. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο φόβος, να σε σκοτώσω άθελα, παιδί μου, με είχε κάμη.

Καλλίτερα να μη με είχαν σπλαχνισθή οι ανθρώποι του βασιλιά, καλλίτερα να με είχανε φάει τάγρια θηρία. Η βασιλοπούλα, μέσα στα δάκρυά της, θυμήθηκε τη νεράιδα, που 'ρχότανε κάθε άνοιξι στωραίο περιβόλι και ράντιζε τα μαραμένα τα λουλούδια μ' ένα μαγικό νερό και τα λουλούδια ξανανθίζανε με την πρώτη τους δροσιά. Κ' έλεγε μέσα της: — Νάχα το αθάνατο νερό, που ανασταίνει τα λουλούδια.

Φωνή δεν είχα σαν μπήκα. Ανέβηκα ίσια απάνω, και πολεμούσα να συνεφέρω. Τον έβλεπ' ακόμα το φίλο με τάγρια τα μάτια. Δεν ξέρω πόση ώρα κοίτουμουν έτσι· μήτε τι συλλογιούμουν. Ένα πράμα θυμούμαι, που αποφάσισα να μην τους πω τίποτε κάτω. Θα τρομάξουν, είπα, κ' ίσως με τάξουν και μένα Καλόγερο!

Το σεβάστηκαν το θέλημα της χαροκαμένης κι αποτραβηχτήκανε με το στανιό και μ' αγριεμένα μουρμουρητά οι Παραμυθιώτες. Εκεί όμως που κοίτουνταν ακόμα η Ασήμω λιγόθυμη, έρχεται αλάθευτο βόλι μακρόθε και της ταφίνει μια για πάντα κλεισμένα τα πανώρια της μάτια. Πέρασε η μέρα εκείνη με τάγρια τα ξεφαντώματα, που τάχα γλύτωσε το χωριό.