Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Το σεβάστηκαν το θέλημα της χαροκαμένης κι αποτραβηχτήκανε με το στανιό και μ' αγριεμένα μουρμουρητά οι Παραμυθιώτες. Εκεί όμως που κοίτουνταν ακόμα η Ασήμω λιγόθυμη, έρχεται αλάθευτο βόλι μακρόθε και της ταφίνει μια για πάντα κλεισμένα τα πανώρια της μάτια. Πέρασε η μέρα εκείνη με τάγρια τα ξεφαντώματα, που τάχα γλύτωσε το χωριό.

Τα μέτρα είταν καθαυτό γνωστικά, είταν το νερό της βροχής. Μα ο απότομός του τρόπος, καθώς κι ο θυμός του εκείνος, καθώς θα δούμε, όρια δεν είχε, μοιάζανε μπόρα μονάχη. Κ' έτοιμοι πάντα οι Αυλικοί του ναποδεχτούν την ορμή της και να τηνέ χύσουνε σαν αγριεμένα ποτάμια μέσα στον κακόμοιρο το λαό. Είναι θλιβερά τα δυο μεγάλα δυστυχήματα που προξένησε ο ανοικονόμητος ο θυμός του.

Και ρίχνονταν ακράτητοι, σα κύματα αγριεμένα, Με δύναμη και με θυμό και με μεγάλην έχτρα, Σα να μην είχανε πιαστή, να μη είταν κουρασμένοι, Μπαρούτι απάνω στη φωτιά, μανία στη μανία, Καταστροφή και χαλασμός, βοριάς και τρικυμία.

Αλλ' άμα παραχόρταιναν, βάραιναν τόσο, που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπρεπε ναύρουν ψήλωμα και στο μεταξύ βρίσκαμε καιρό και τα κτυπούσαμε με πέτρες, ή ξύλα και πολλά σκοτώναμε. Αλλ' αν τα όρνια στις στιγμές αυτές δε μπορούσαν να πετάξουν, αναπηδούσαν όμως αγριεμένα κ' επιθετικά. Αυτός ήτο ο κίντυνος, γιατ' είχαν ράμφη και νύχια φοβερά και μπορούσαν να βγάλουν μάτια ή κόψουν σάρκες.

Μέσ' 'ς το πρώτο σκαλοπάτι φτάνει τ' άλλο παλληκάρι Έτοιμο ν' ανέβη απάνου. Με τ' απίδρομο, με ορμή Θέλει να το προσπεράση. Απλώνει αυτό να τ' αμποδίση. Πιάνονται, έρχονταιτα χέρια, κι' αγριεμένα σαν λιοντάρια Με τα σύνεργα χτυπιούνται, πολεμάν να σκοτωθούν.

Εξάνοιγαν ξέμακρα οι βοϊδολάτες με τις μακριές τις βουκέντρες, που εσαλάχαγαν κουκουνισμένο το κοπάδι. Εροβόλαγαν τα βόιδα με μουκανητά και ταραχή, μυρίζοντα με τα ρουθούνια αγριεμένα ψηλά, ανήσυχα τον αέρα, σα νάνιωθαν που ζύγωναν στο μακελιό. Όσο περισσότερο εζύγωναν, άγριεβαν πάντα τα μουκανητά κι αναβοΐσματα. Ανακόρδιζαν τα βαριά λαιμοτράχηλα απάνω.

Ή λέω τα γκέμια τούπεσαν, ή στρίβοντας την άκρη 465 δεν τούβγε πέρα π' αχαμνά κρατούσε το ζεβγάρι. Χάμου θενάρθε εκεί θαρρώ και θάσπασε τ' αμάξι, κι' έτσι το δρόμο τ' άλογα θα πήραν αγριεμένα. Μα σηκωθείτε ομπρός κι' εσείς να δείτε· τι πιος είναι δεν ξεχωρίζω εγώ καλά. Σα να θαρρώ όμως, πρώτος 470 ζυγώνει του Τυδέα ο γιος, ο θαρρετός Διομήδης472

και κάποιοι ανανοήθηκαν πιο πέρα και μαζεύτηκαν γύρω του δειλά κάποια κεφάλια νέα· και τον αέρα γεμίσαν οι φωνές: «Στο βασιλιά!» «Ποιο βασιλιάαγριεμένα ο νέος βρυχήθη. — «Τον άρχοντά μας θέλομε να βγη, τον πόνο μας να δη», βούισαν τα πλήθη. «Ποιον άρχοντα; άρχος είσαι μόνο εσύ!

Ετέντωναν στη γη τους λαιμούς λαφιασμένα, κ' εμυρίζονταν χάμου άγρια τα χώματα, ξεροποτισμένα χρόνον καιρό στων αθώων αδερφιών τους τα αίματα. Το αίμα το ξερό των αδερφιών τους, χρόνον καιρό ζυμωμένο στα χώματα, τάκραζε από τον Κατουκόσμο, ακούς. Κι ολοένα, ολοένα εμυρίζονταν. Εφύσαγαν τα ρουθούνια τους αγριεμένα. Εχτύπαγαν όλα μαζί με τα μπροστινά. Ανάσκαφταν τα ματωμένα τα χώματα.

Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον. Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα!.. σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο!

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν