United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αληθινά ο Πιστός ο σκύλος μας, πεσμένος στην πλώρη, συμμαζωμένος λέγεις κ' εφρόντιζε να γίνη όσο το δυνατόν ελάχιστος, με την ουρά κρυμμένη στα σκέλια, το κεφάλι ριγμένο απάνω στα μπροστινά του πόδια τ' αυτιά κρεμασμένα, ανοιγοσφαλούσε τα μάτια κ' εγρίνιαζε μη τολμώντας ν' αλυχτήση από την παρουσία κακού φαντάσματος. Μας έπιασε κ' εμάς τρομάρα και αρχίσαμε τα σταυροκοπήματα.

Και, καθισμένοι στη γυμναστική τους, οι νέοι, επροβάλλαν το μερί τους, κανείς από τους έξω να μη βλέπη εις το κορμί τους πράμα που δεν πρέπει. και χαλάει το χορό του, κρύβοντας τα μπροστινά.

Φεύγοντας ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε καταγής και βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως το πρωί, κλαίγοντας τον πολυαγαπημένο του τον αφέντη κι' ευεργέτη του.

«Στο έμπα μου, έτρεξε πρώτος-πρώτος ο γέρικος σκύλλος του σπιτιού μου, ο Κοράκης, και ρίχτηκε, με τα μπροστινά του τα ποδάρια, απάνω στη σέλλα τ' αλόγου μου και με κάτι κουνήματα του κεφαλιού του, και με κάτι φωνές, που έβγαζε από το στόμα του, ήθελε ν' αποδείξη τη μεγάλη χαρά του, για τον ερχομό του ξενιτεμένου αφεντός του.

Μη κουμπάρε, λέγει η άλλη, Μη δειλιάζεις· απογάλι, 720 Και θαρρώ να ημπορέσω Πώς να βγούμε ναύ'ρω μέσο. Να μου κάμης πλάταις, όσο Στην κορφή να σκαρβαλόσω. Κιαπέ όξω μόνε πάνω, 725 Μη σε μέλει, εγώ σε βγάνω. Την ορμνήνια μου αφηκράσου, Σιούκου ορθός στα μπροστινά σου, Προς τον τοίχο με τ' αστίθια· Εύγε σου μα την αλήθια. 730

Μην τριποδάτε οκνά κιας σας πικραίνει η λύπη, τι πρώτα αφτών τα γόνατα και πόδια θ' αποστάσουν πριν από σας, τι και των διο πια πέρασαν τα νιάτα445 Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε η προσταγή τ' αφέντη και πήραν δρόμο, κι' έφτασαν τα μπροστινά σε λίγο. Και στο μεϊντάνι οι Δαναοί τριγύρω καθισμένοι ζητούσαν τα γοργά άλογα να δουν σα θα προβάλουν· κι' αφτά στον κάμπο δρόμιζαν κουρνιαχτοσκεπασμένα.

Ετέντωναν στη γη τους λαιμούς λαφιασμένα, κ' εμυρίζονταν χάμου άγρια τα χώματα, ξεροποτισμένα χρόνον καιρό στων αθώων αδερφιών τους τα αίματα. Το αίμα το ξερό των αδερφιών τους, χρόνον καιρό ζυμωμένο στα χώματα, τάκραζε από τον Κατουκόσμο, ακούς. Κι ολοένα, ολοένα εμυρίζονταν. Εφύσαγαν τα ρουθούνια τους αγριεμένα. Εχτύπαγαν όλα μαζί με τα μπροστινά. Ανάσκαφταν τα ματωμένα τα χώματα.

Έλα μαζί μου επάνω εις την στέγην Ρούντυ! ήτο βέβαια ο πρώτος λόγος, που του είπε η γάτα και ο Ρούντυ εκατάλαβε. «Ό,τι οι άνθρωποι λέγουν για κατρακύλισμα, είναι κενή φαντασιοπληξία! δεν πέφτει κανείς, αν δεν το φοβηθή προτήτερα. Έλα εσύ, βάλε το ένα πόδι έτσι, το άλλο έτσι! Δοκίμασε με τα μπροστινά πόδια να αισθανθής καλά. Πρέπει κανείς να έχη μάτιατο κεφάλι και εύκαμπτα μέλη!

Άρχισε να μασάη χωρίς όρεξι, με συχνούς αναστεναγμούς και με κομμένα λόγια. Ο σκύλος άρπαξε το κόκκαλο με λαχτάρα, κούνησε την ουρά του, τώβαλε ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια κι' άρχισε να το ροκανίζη μ' ευτυχία. Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο. Οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί μπροστά τους.

Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασχάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πώς έγεινα από τα νερά κει πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.