United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όχι· δεν θα τας αναγνωρίσουν, διότι και ο κόσμος και η φύσις ολόκληρος είνε μυστήριον, εις το οποίον ουδείς ουδέποτε κατόρθωσε να εισδύση, και εξηυτέλισε τούτον εν τη αντιλήψει του ο άνθρωπος, και παρεξήγησεν εκείνην ανοήτως. Αυτή η φύσις, εάν την ερωτήσης, θα σου δώση το πρώτον μάθημα, και θα σε ποδηγετήση προς την ευτυχίαν. Θέλεις να την προσεγγίσης και να την αισθανθής;

Το πτωχικόν μου θα ιδής να το στολίζουν άστρα, που κι’ αντην γην περιπατούν, την νύκτα θα φωτίζουν. Όσην λαχτάραν και χαράν αισθάνετ' ένας νέος, οπόταν ο Απρίλιος ευμορφοστολισμένος βάλη το πόδι του γοργόςτα ίχνη του χειμώνος, τόσην και συ θα αισθανθήςτο σπίτι μου απόψε, μέσ' ταις δροσάταις ευμορφιαίς, οπού εκεί θ' ανθίζουν.

Τίποτε άλλο, είπεν εκείνος, παρά αφού το πίης να περιφέρησαι, έως να αισθανθής βάρος εις τα σκέλη σου, έπειτα να πλαγιάσης και έτσι αυτό θα ενεργήση. Και συγχρόνως επρόσφερε το ποτήριον εις τον Σωκράτην.

Μεγάλας δυστυχίας υπέστης, αλλ' ήσο ανήλικος, και δεν ηδύνασο να τας αισθανθής. Του λοιπού όμως τις οίδεν; ίσως σοι επιφυλάττονται μεγαλείτεραι. Πρέπει να οπλισθής με καρτερίαν, Αϊμά. Η νέα δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ήρχισε να κλαίη. Έκυψε την κεφαλήν και απέμασσε τα δάκρυα εκ των παρειών της. — Μη κλαίης, μη κλαίης, είπεν η ξένη. Δεν είσαι συ μόνη δυστυχής. Υπάρχουν και άλλοι δυστυχέστεροι.

την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα όπως καθίσητον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν 335 βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας, ή έξαφνατα γόνατα να πέση του Οδυσσέα· και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του· ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα. τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα 340 σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί καιτον κρατήρα, εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· «Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης 345 τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω. κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύριατην καρδιά μου άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης. θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, 350 πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω, εσύχναζα να τραγουδώτους δείπνους των μνηστήρων· ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι».

Το πραγματικόν άπειρον εδρεύει εις την καρδίαν μάλλον, παρά εις τον νουν· διότι υπάρχουν πράγματα, τα οποία αισθάνεσαι, χωρίς να εννοήσης· ουδέν όμως εννοείς, χωρίς προηγουμένως να το αισθανθής. Ο φόβος και η μοχθηρία είνε οι χειρότεροι φύλακες εαυτών.

Είσελθε εις ολλανδικήν οικίαν, και θα ιδής πόσην θα αισθανθής ευχαρίστησιν, βλέπουσα πάντα τα εν αυτή καθάρια και εν τάξει, το έδαφος στίλβον, τας υέλους των παραθύρων αστραπτούσας από το τρίψιμον, τα παραπετάσματα λευκά ως χιόνα, τα κλείθρα λάμποντα ως κάτοπτρα.

Άραγε θα παραδεχθής ακόμη ότι, όσα αισθάνεσαι διά μέσου μιας δυνάμεως, είναι αδύνατον να τα αισθανθής διά μέσου άλλης, ως λόγου χάριν, όσα αισθάνεσαι διά μέσου της ακοής, να τα αισθανθής διά μέσου της οράσεως, και αντιστρόφως, όσα αισθάνεσαι διά μέσου της οράσεως, να τα αισθανθής διά μέσου της ακοής; Θεαίτητος. Και πώς δεν θα το παραδεχθώ; Σωκράτης.

Έλα μαζί μου επάνω εις την στέγην Ρούντυ! ήτο βέβαια ο πρώτος λόγος, που του είπε η γάτα και ο Ρούντυ εκατάλαβε. «Ό,τι οι άνθρωποι λέγουν για κατρακύλισμα, είναι κενή φαντασιοπληξία! δεν πέφτει κανείς, αν δεν το φοβηθή προτήτερα. Έλα εσύ, βάλε το ένα πόδι έτσι, το άλλο έτσι! Δοκίμασε με τα μπροστινά πόδια να αισθανθής καλά. Πρέπει κανείς να έχη μάτιατο κεφάλι και εύκαμπτα μέλη!

Εις την μεγάλην ταύτην μάγισσαν θα επαινέσω τα κατορθώματά σου, ίνα ευχαριστούσα σε ευλογήση. — Ω συ, φως του κόσμου, περίπτυξον τον σιδηρόφρακτόν μου λαιμόν, και ρίφθητι χωρίς να σε εμποδίση το πάχος του θώρακός μου επί την καρδίαν μου, ίνα αισθανθής τους τιναγμούς των θριαμβευτικών αυτής παλμών. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω βασιλεύ βασιλέων! Ω άπειρος ανδρεία!